Το τρένο μου έφτασε στο Κίεβο την περασμένη εβδομάδα καθώς ρωσικοί βαλλιστικοί πύραυλοι και drones έπλητταν την πόλη, σκοτώνοντας μια μητέρα και τον γιο της. Η τελευταία φορά που είχα βρεθεί στην Ουκρανία ήταν λίγο περισσότερο από έναν χρόνο πριν. Τότε, τον Απρίλιο του 2024, το κλίμα ήταν ζοφερό. Οι άνθρωποι, απογοητευμένοι από τις καθυστερήσεις στη δυτική στρατιωτική βοήθεια, ζούσαν με έναν απτό φόβο για την κλιμάκωση των εδαφικών κερδών της Ρωσίας – ίσως ακόμα και για μια κατάρρευση της ουκρανικής γραμμής του μετώπου. Σήμερα, το διεθνές πλαίσιο είναι ακόμη πιο φορτισμένο. Η κυβέρνηση Μπάιντεν υπήρξε απογοητευτικά αργή και επιφυλακτική αν και λίγοι αμφέβαλλαν ότι οι ΗΠΑ ήθελαν να αποτρέψουν τη νίκη της Ρωσίας. Δεν μπορεί να πει κανείς το ίδιο και για τον Ντόναλντ Τραμπ, του οποίου η ιδεολογική συγγένεια με τον Βλαντίμιρ Πούτιν έχει αποσταθεροποιήσει την Ευρώπη, ξεκινώντας από την Ουκρανία.
Ομως, παρά την προδοσία της κυβέρνησης Τραμπ, είδα στο Κίεβο μια πολύ μεγαλύτερη διάχυτη αυτοπεποίθηση απ’ ό,τι έναν χρόνο πριν. Επειτα από περισσότερα από τρία χρόνια πολέμου, οι Ουκρανοί είναι κουρασμένοι, αλλά δεν είναι εξαντλημένοι. Οι στρατιώτες, οι εκπρόσωποι της κοινωνίας των πολιτών, οι βουλευτές και οι κρατικοί αξιωματούχοι με τους οποίους συναντήθηκα, φάνηκαν πιο αποφασισμένοι από ποτέ να σταθούν όρθιοι και να υπερασπιστούν τη χώρα τους.
Αυτή η αυτοπεποίθηση προέρχεται από τη διαρκώς αυξανόμενη στρατιωτική αυτάρκεια της χώρας. Η ουκρανική βιομηχανία drones είναι εντυπωσιακή όσον αφορά την τεχνολογική υπεροχή, την προσαρμοστικότητα, τη μαζικότητα και την ταχύτητα και η Ουκρανία ενισχύεται μέρα με τη μέρα. Δεν έχει λόγο να ζηλεύει πολλούς από τους ευρωπαίους γείτονές της – και έχει πολλά να τους διδάξει.
Και παρότι το ανθρώπινο δυναμικό αποτελεί πρόβλημα, ο ουκρανικός στρατός, ειδικά οι επαγγελματικές του μονάδες, (τραγικά) ξέρουν τον πόλεμο καλύτερα από τις δυνάμεις οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη. Φυσικά, στο Κίεβο επικρατεί ρεαλισμός: κανείς δεν πιστεύει ότι αυτό αρκεί για να ανακτήσει η Ουκρανία τα χαμένα εδάφη της. Αλλά ενώ δεν αναμένει πλέον την ειρήνη μέσω στρατιωτικής νίκης επί της Ρωσίας, δεν φοβάται πλέον την ήττα όπως στο παρελθόν. Σιωπηλά επαναπροσδιορίζει τη στρατηγική της, αναζητώντας μια βιώσιμη εκεχειρία μέσω της αποτροπής.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Ουκρανοί πιστεύουν πως μπορούν, ή ακόμη περισσότερο θέλουν, να τα καταφέρουν μόνοι τους. Αν και το Κίεβο νιώθει έντονα προδομένο από τις ΗΠΑ υπάρχει βαθιά επίγνωση ότι η Ουκρανία εξακολουθεί να χρειάζεται την Ουάσιγκτον, ιδίως σε συγκεκριμένους τομείς.
Αληθεύει ότι η απροκάλυπτη επίδειξη θερμών σχέσεων μεταξύ Λευκού Οίκου και Κρεμλίνου προκαλεί αναστάτωση. Αλλά οι Ουκρανοί πιστεύουν επίσης ότι ο Πούτιν θα συνεχίσει να υπερβάλλει στις απαιτήσεις του. Γι’ αυτό ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι τον αμφισβήτησε δημόσια αυτήν την εβδομάδα, προτείνοντας συνάντηση πρόσωπο με πρόσωπο στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Πούτιν, με την πλάτη στον τοίχο, ίσως τραβήξει έναν ακόμα διπλωματικό άσο από το μανίκι του για να κερδίσει χρόνο, να καθυστερήσει νέες κυρώσεις και να διχάσει για άλλη μια φορά τη Δύση. Αλλά γίνεται όλο και πιο σαφές, ακόμη και στον «φιλοπουτινικό» Λευκό Οίκο, ότι η Ρωσία δεν επιθυμεί να τερματίσει τον πόλεμο τώρα. Αυτό, μαζί με τη συμφωνία για τα ορυκτά που υπέγραψε η Ουκρανία με την κυβέρνηση Τραμπ, ίσως συνέβαλε σε μια διακριτική μετατόπιση της θέσης της Ουάσιγκτον.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν θα μπορούσε ποτέ να τελειώσει σε 24 ώρες, όπως καυχήθηκε ο Τραμπ, γιατί ποτέ δεν ήταν ένας πόλεμος δι’ αντιπροσώπων μεταξύ Δύσης και Ρωσίας, όπως υποστήριζε η ρωσική προπαγάνδα και όπως φαίνεται να πίστευε ο Τραμπ. Ο πόλεμος δεν τελειώνει, διότι ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να τον τερματίσει – ο Πούτιν – εξακολουθεί να πιστεύει ότι μπορεί να νικήσει.
Η άλλη όψη του νομίσματος είναι ότι η Ουκρανία ενσωματώνεται σταδιακά στη νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας που διαμορφώνεται. Η ευρωπαϊκή ασφάλεια περνά από το Κίεβο. Η κατανόηση αυτού σημαίνει ότι οι ηγέτες της «συμμαχίας των προθύμων» θα συνεχίσουν να στηρίζουν την Ουκρανία. Γνωρίζουν ότι η Ρωσία αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για την Ευρώπη.
Αλλά δεν είναι μονόδρομος: καθώς οι Ευρωπαίοι ενισχύουν τη δική τους άμυνα απέναντι στη Ρωσία, έχουν μόνο να κερδίσουν από τη συμπερίληψη της Ουκρανίας σε αυτήν την προσπάθεια.
Η Νάταλι Τότσι είναι Ιταλίδα πολιτικός επιστήμονας και ειδικός στις διεθνείς σχέσεις. Ειδικεύεται στο ρόλο της ΕΕ στις διεθνείς υποθέσεις και τη διατήρηση της ειρήνης, καθώς και στις σχέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Σήμερα είναι διευθύντρια του Istituto Affari Internazionali στη Ρώμη
Πηγή: tanea.gr