Πώς τα πολιτικά κόμματα στην Ευρώπη εγκατέλειψαν την ανεκτικότητα και άφησαν τον λαϊκισμό να γεμίσει το κενό

Πώς τα πολιτικά κόμματα στην Ευρώπη εγκατέλειψαν την ανεκτικότητα και άφησαν τον λαϊκισμό να γεμίσει το κενό

Η τελευταία φορά που ένας μεγάλος αριθμός πολιτικών κομμάτων στην Ευρώπη προώθησε ενεργά τόσο φιλελεύθερους όσο και διεθνιστικούς σκοπούς ήταν τη δεκαετία του 1970, αν και υπήρξε μια έντονη έξαρση του διεθνισμού τη δεκαετία του 1990. Τα γεγονότα αυτά παρέχουν έδαφος για τον λαϊκιστικό ισχυρισμό ότι οι φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις επιβλήθηκαν σε έναν ανυποψίαστο πληθυσμό, αλλά υποστηρίζουν επίσης και το επιχείρημα ότι λίγα κόμματα προσπάθησαν να πείσουν τους πολίτες να υποστηρίξουν τους σκοπούς μιας ανοικτής κοινωνίας. Οι λαϊκιστές έχουν αφήσει ένα σχεδόν καθαρό πεδίο.

Τα αποδεικτικά στοιχεία για αυτούς τους ισχυρισμούς μπορούν να βρεθούν με την παρακολούθηση των δεσμεύσεων των κομμάτων στις διακηρύξεις τους από τη δεκαετία του 1940, στο πλαίσιο του προγράμματος Manifesto Project.

Τα κόμματα ανταγωνίζονται για τη μεγάλη μάζα των ψηφοφόρων με ελάχιστη ή καθόλου πολιτική ταυτότητα, περισσότερο με τον τρόπο των… σούπερ μάρκετ που ανταγωνίζονται για τους πελάτες, παρά με τα πολιτικά κινήματα που συσπειρώνουν τους πολίτες σε μία υπόθεση

Στο επίκεντρο του ζητήματος βρίσκονται οι θέσεις των κομμάτων σε υλικά και πολιτιστικά ζητήματα σχετικά με την πολικότητα: ένταξη έναντι αποκλεισμού. Η υλική ενσωμάτωση αναφέρεται σε θετικές πολιτικές για το κοινωνικό κράτος – ο αποκλεισμός στην επιμονή στις δυνάμεις της αγοράς – η πολιτιστική ενσωμάτωση σε φιλελεύθερες, διεθνιστικές θέσεις – ο πολιτιστικός αποκλεισμός σε συντηρητικές, εθνικιστικές θέσεις. Οι θέσεις των κομμάτων σε αυτές τις μεταβλητές υποδεικνύουν τις ταυτότητες εντός του εκλογικού σώματος, στις οποίες ελπίζουν να απευθυνθούν.

Κόμματα – σούπερ μάρκετ ανταγωνίζονται για πελάτες, αντί για πολίτες

Ο κομματικός – πολιτικός κόσμος με τον οποίο οι Δυτικοευρωπαίοι ήταν εξοικειωμένοι, εξηγεί στο Social Europe ο Colin Crouch, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Γουόρικ και μέλος του Ινστιτούτου Max Planck για τη μελέτη των κοινωνιών στην Κολωνία, είχε τις ρίζες του σε ταυτότητες που σφυρηλατήθηκαν σε αγώνες για την ένταξη και τον αποκλεισμό, με βάση την κοινωνική τάξη και τη θρησκεία. Οι περισσότεροι ψηφοφόροι γνώριζαν ποιοι ήταν και, σε γενικές γραμμές, ποια πολιτικά κόμματα απευθύνονταν στις ταυτότητές τους.

Αναπόφευκτα, η ισχύς τους αποδυναμώθηκε, καθώς τόσο η βιομηχανική απασχόληση όσο και η θρησκεία μειώθηκαν, οι πικρές συγκρούσεις των μέσων του 20ού αιώνα «μαλάκωσαν» και κατέληξαν σε συμβιβασμό και οι γενιές που συνδέθηκαν με αυτές τις συγκρούσεις πέθαναν. Οι μεταβιομηχανικές, κοσμικές ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν παράγουν κοινωνικές ταυτότητες με πολιτικές προεκτάσεις που να μοιάζουν με εκείνες του παρελθόντος.

Τα γνωστά κομματικά συστήματα έχουν επομένως διολισθήσει προς μια εντροπία χωρίς νόημα. Οι μεγάλες διαμάχες μεταξύ των παλαιών κομμάτων, κυρίως όσον αφορά τα σχετικά βάρη του κράτους και της αγοράς, δεν έχουν χάσει τίποτα από τη σημασία τους. Αλλά οι ομάδες που υπήρξαν φορείς των διαφορετικών πλευρών της σύγκρουσης εξαφανίζονται.

Τα κόμματα έχουν πάρει ως δεδομένο τα απομεινάρια των παλαιών βάσεων υποστήριξής τους και, στη συνέχεια, ανταγωνίζονται για τη μεγάλη μάζα των ψηφοφόρων με ελάχιστη ή καθόλου πολιτική ταυτότητα, περισσότερο με τον τρόπο των… σούπερ μάρκετ που ανταγωνίζονται για τους πελάτες, παρά με τα πολιτικά κινήματα που συσπειρώνουν τους πολίτες σε μία υπόθεση. Και αυτό ήταν αναμενόμενο.

Η ανοιχτή κοινωνία, το καύχημα της φιλελεύθερης δημοκρατίας, έγινε εχθρός

Οι πολιτικοί επιστήμονες μιλούσαν για κομματική «κατανομή» από τη δεκαετία του 1980 και το 1996 ο Piero Ignazi έγραφε ότι δύο νέες δυνάμεις αναδύονταν από το παρακμιακό μεταπολεμικό τοπίο: ο περιβαλλοντισμός και ο ξενοφοβικός εθνικισμός. Τώρα η αλλαγή είναι μπροστά μας και ξέρουμε ότι η ξενοφοβία είναι αυτή που πρέπει να αντιμετωπιστεί.

Ορισμένοι πολιτικοί επιχειρηματίες συνειδητοποίησαν ότι η εθνική ταυτότητα – μια κοινωνική ταυτότητα που σχεδόν όλοι διαθέτουμε – θα μπορούσε εύκολα να μεταφραστεί σε πολιτική για να καλύψει το κενό ταυτότητας, αρκεί να εντοπιστούν οι εχθροί του έθνους και να υποκινηθεί το μίσος εναντίον τους.

Όπως υποστήριξε πειστικά ο J. McKenzie Alexander, η ανοιχτή κοινωνία, που κάποτε ήταν το περήφανο καύχημα της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας, έγινε αντιληπτή ως εχθρός. Τα αυξανόμενα επίπεδα μετανάστευσης και κάποια γενική δυσαρέσκεια για την παγκοσμιοποίηση έδωσαν σημαντική ώθηση στην ξενοφοβία, ενώ τα πολύ πρόσφατα χρόνια οι τρομοκρατικές επιθέσεις και η οικονομική κατάρρευση του 2008 κλόνισαν σε βάθος την εμπιστοσύνη στα καθιερωμένα κόμματα.

Τα κόμματα της απαισιόδοξης νοσταλγίας

Ο περιβαλλοντισμός ήταν η μόνη άλλη νέα δύναμη. Η άνοδός του προηγήθηκε της ξενοφοβίας – ασχολείται με ένα πιο ζωτικό και πρακτικό ζήτημα – και όμως πρόσφατα έμεινε πίσω από την τελευταία. Το περιβάλλον δεν αποτελεί κοινωνική ταυτότητα με τον τρόπο που ήταν κάποτε η τάξη, η θρησκεία ή η εθνικότητα. Από την άλλη πλευρά, η περιβαλλοντική ανησυχία δεν είναι τυχαία κατανεμημένη. Εντοπίζεται κυρίως στους νέους, καλύτερα μορφωμένους πληθυσμούς των πόλεων με προηγμένες μεταβιομηχανικές οικονομίες.

Οι επιτυχημένες μεταβιομηχανικές πόλεις είναι επίσης οι τοποθεσίες όπου τα ξενοφοβικά κόμματα είναι λιγότερο επιτυχημένα. Αντίθετα, αυτά ευδοκιμούν σε παρακμάζουσες, πρώην βιομηχανικές πόλεις και σε ήσυχα, μη βιομηχανικά μέρη, που φαίνονται ανέγγιχτα από τον σύγχρονο κόσμο. Πρόκειται ουσιαστικά για κόμματα απαισιόδοξης νοσταλγίας.

Δύο χαρακτηριστικά του σύγχρονου κόσμου στα οποία εστιάζουν είναι οι μετανάστες και η αυξανόμενη προβολή των γυναικών σε επαγγέλματα και δραστηριότητες, που ήταν παλαιότερα ανδρική υπόθεση. Πολλοί λευκοί άνδρες βλέπουν τις ευκαιρίες της ζωής να στενεύουν και πιστεύουν ότι μέσα σε αυτή τη στενότητα τα πράγματα θα μπορούσαν να βελτιωθούν μόνο αν υπήρχε λιγότερος ανταγωνισμός – αν έδιωχναν τους μετανάστες και οι γυναίκες επέστρεφαν «στην κουζίνα».

Όπου όμως οι άνθρωποι όλων των ειδών βλέπουν ότι ζουν σε περιβάλλοντα αυξανόμενων ευκαιριών, είναι πιθανό να καλωσορίσουν το άνοιγμα και την ποικιλομορφία και να μην περιορίσουν την πολιτική τους ταυτότητα σε άμεσους ανταγωνισμούς μηδενικού αθροίσματος.

Ένταξη vs αποκλεισμού

Η σύγκρουση μεταξύ αποκλεισμού και ένταξης, κλεισίματος και ανοίγματος, παραμένει έτσι κεντρική στην πολιτική. Το πρόβλημα είναι ότι πολύ λίγα κόμματα πιστεύουν ότι έχει μέλλον να απευθυνθούν στις τελευταίες ανησυχίες, καθώς αυτές δεν συσπειρώνονται γύρω από μια ισχυρή ταυτότητα όπως ο εθνικισμός. Επομένως, υπάρχει μια αυξανόμενη συναίνεση μεταξύ των συντηρητικών, των σοσιαλδημοκρατών και πολλών φιλελεύθερων ότι πρέπει να συμμετάσχουν στο κυνήγι των ταυτοτήτων αποκλεισμού.

Όμως, η πολιτική επιχειρηματικότητα θα πρέπει να είναι σε θέση να βρει τρόπους οικοδόμησης συμμαχιών, που θα βασίζονται σε μια συνεκτική έκκληση για άνοιγμα και καινοτομία. Οι εργαζόμενοι στις δημόσιες υπηρεσίες είναι πιθανό να υποστηρίξουν την ένταξη, καθώς αντιμετωπίζουν καθημερινά στη ζωή τους τη σημασία του δημόσιου χώρου.

Οι γυναίκες, ιδίως οι νεότερες, δεν έχουν πολλούς λόγους να υποστηρίξουν έναν λαϊκισμό που συχνά επιδιώκει τον αποκλεισμό τους. Οι πολίτες των παραμελημένων τόπων – συμπεριλαμβανομένων των λευκών ανδρών – θα πρέπει να πείθονται ότι οι πόλεις τους πρέπει να μοιράζονται τα πλεονεκτήματα των σύγχρονων οικονομικών δραστηριοτήτων, ιδίως εκείνων της πράσινης οικονομίας, αντί να επιδιώκουν τον αποκλεισμό των άλλων.

Η εξάντληση των παλαιών κομμάτων δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι ο αγώνας μεταξύ ένταξης και αποκλεισμού έχει χάσει το νόημα και τη ζωτικότητά του. Το πρόβλημά μας είναι ότι, με εξαίρεση τους Πράσινους και ορισμένα μικρά κόμματα στην Ευρώπη, λίγοι πολιτικοί ηγέτες έχουν το θάρρος να είναι τολμηροί πρωταγωνιστές της μελλοντικής ανεκτικότητας και της γενναιοδωρίας του πνεύματος, οδηγώντας μας με αυξανόμενη ταχύτητα στο μονοπώλιο των… στενόμυαλων.

Πηγή: in.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ