Του Χάρη Φλουδόπουλου
Πίσω από τους μηνιαίους λογαριασμούς ρεύματος που καταλήγουν στους καταναλωτές, υπάρχει ένας “αόρατος” μηχανισμός που συσσωρεύει κόστη και επιβαρύνσεις. Πρόκειται για τον περίφημο Λογαριασμό Προσαύξησης 3 (ΛΠ3), έναν τεχνικό όρο της χονδρεμπορικής αγοράς ενέργειας, ο οποίος, όμως, μεταφράζεται με απλά λόγια σε ένα πράγμα: ακόμη μεγαλύτερες χρεώσεις για τους καταναλωτές.
Όπως δείχνουν τα επίσημα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ, που αποτυπώνουν την πορεία των τιμών των λογαριασμών προσαύξησης (ΛΠ2 και ΛΠ3) για το 2024 και τους πρώτους τέσσερις μήνες του 2025, προκύπτει ένα κόστος που ανεβαίνει με γεωμετρική πρόοδο. Μόνο τον Απρίλιο του 2025, η χρέωση του ΛΠ3 ανήλθε στα 19,8 €/MWh, από 7,4 €/MWh τον Ιούνιο του 2024 – μια αύξηση της τάξης του 168% μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο.
Για να καταλάβει κανείς τι πληρώνει, πρέπει πρώτα να εξηγήσει τι είναι ο ΛΠ3. Πρόκειται για τον λογαριασμό μέσω του οποίου επιμερίζεται το κόστος της αγοράς εξισορρόπησης – της αγοράς που λειτουργεί όταν η παραγωγή και η ζήτηση δεν συμπίπτουν απόλυτα, δηλαδή σε πραγματικό χρόνο, λίγο πριν και κατά την κατανάλωση της ηλεκτρικής ενέργειας.
Αυτό το κόστος περιλαμβάνει:
– Την ενέργεια που απαιτείται για εξισορρόπηση φορτίου και απρόβλεπτης παραγωγής από ΑΠΕ, και
– την ενέργεια για σκοπούς εκτός εξισορρόπησης, δηλαδή το επιπλέον κόστος από τις παρεμβάσεις του ΑΔΜΗΕ για λόγους ευστάθειας, όταν χρειάζεται να εντάξει θερμικές μονάδες που δεν έχουν επιλεγεί από την αγορά επόμενης ημέρας.
Το δεύτερο σκέλος είναι αυτό που προκαλεί τη μεγαλύτερη ανησυχία – διότι, σε ώρες ηλιοφάνειας και χαμηλής ζήτησης, μονάδες ΑΠΕ εκτοπίζουν τις θερμικές, οι οποίες όμως τελικά αμείβονται όχι από την αγορά, αλλά μέσω της εξισορρόπησης. Κάτι που αποκρύπτει το πραγματικό κόστος της χονδρεμπορικής αγοράς και το μεταθέτει αδιαφανώς στον ΛΠ3.
Η εικόνα αυτή επιβεβαιώνεται από τα οικονομικά μεγέθη. Το 2023, σύμφωνα με την Έκθεση Πεπραγμένων της ΡΑΕ, οι ηλεκτροπαραγωγοί εισέπραξαν 2,8 δισ. ευρώ από το Χρηματιστήριο Ενέργειας, και επιπλέον 738 εκατ. ευρώ από την Αγορά Εξισορρόπησης. Το ποσό αυτό κατανεμήθηκε κατ’ αναλογία των μεριδίων της παραγωγής, με το μεγαλύτερο μερίδιο να κατευθύνεται στον μεγαλύτερο παίκτη της αγοράς.
Με τα δεδομένα να δείχνουν ότι μόνο στο πρώτο τετράμηνο του 2025, το κόστος της αγοράς εξισορρόπησης έφτασε τα 336 εκατ. ευρώ, έναντι 196 εκατ. ευρώ στο αντίστοιχο διάστημα του 2024, εκτιμάται ότι το 2025 το συνολικό κόστος θα αγγίξει ή και θα ξεπεράσει το 1 δισ. Ευρώ και το οποίο μεταφέρεται εξολοκλήρου στους καταναλωτές.
Καθυστερεί η μεταρρύθμιση
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι το Market Reform Plan, δηλαδή το σχέδιο μεταρρύθμισης της αγοράς, που κατατέθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήδη από το 2021 προέβλεπε συγκεκριμένα μέτρα για την αντιμετώπιση αυτής της στρέβλωσης:
– Να γίνεται σήμανση (flagging) των προσφορών συμβατικών μονάδων που εντάσσονται για λόγους ευστάθειας, ώστε να μη νοθεύουν την εικόνα της αγοράς εξισορρόπησης.
– Να υπάρχει προαγορά εφεδρειών μέσω ξεχωριστών διαγωνισμών στην αγορά επόμενης ημέρας.
Ωστόσο, μέχρι σήμερα, τα μέτρα αυτά παραμένουν στα χαρτιά. Η διαβούλευση για το flagging που έγινε τον Φεβρουάριο του 2024 δεν οδήγησε σε υλοποίηση, ενώ και η διαβούλευση του Ιανουαρίου για την προαγορά εφεδρειών ανακλήθηκε λίγες ώρες μετά την ανάρτησή της.
Αποτέλεσμα; Ενώ η αγορά εξισορρόπησης θα έπρεπε να είναι ένας τεχνικός μηχανισμός διασφάλισης της ευστάθειας του δικτύου, εντούτοις σήμερα, λειτουργεί ως παράλληλο κανάλι αποζημίωσης μονάδων, χωρίς τις ίδιες διαφανείς διαδικασίες και χωρίς τη σαφή αποτύπωση του κόστους.
Αξίζει να αναφερθεί τέλος, ότι όπως σημειώνουν πηγές της αγοράς, είναι πολύ πιθανόν τελικά το κόστος της αγοράς εξισορρόπησης να είναι η αιτία που τον τρέχοντα μήνα δεν υπήρξε μείωση στα τιμολόγια ρεύματος της λιανικής, παρά την μείωση της χονδρεμπορικής τιμής του ρεύματος, καθώς υπάρχει το επιπλέον κόστος της αγοράς εξισορρόπησης. Δηλαδή όλα καταλήγουν στον Έλληνα καταναλωτή, που βλέπει το κόστος του ρεύματος να φουσκώνει από έναν μηχανισμό που ελάχιστοι γνωρίζουν, αλλά όλοι πληρώνουμε.
Πηγή: capital.gr