Αυτό δεν είναι ένα κείμενο για τις… μετρήσιμες επιτυχίες του Γκρεγκ Πόποβιτς. Τα 5 πρωταθλήματα, τα χρυσά μετάλλια με την εθνική των ΗΠΑ και ό,τι βραβείο κατέκτησε, είναι δευτερεύον. Μπροστά στο βαθύ αποτύπωμα που άφησε στο παγκόσμιο μπάσκετ. Με την πορεία του στην άκρη του πάγκου τον Σαν Αντόνιο Σπερς, να αποτελεί εγκυκλοπαίδεια για το «πώς γίνεται η δουλειά».
Το σκηνικό, μελαγχολικό. Το γήπεδο, ήσυχο. Ο ήχος από τα παπούτσια και τις σφυρίχτρες, η τελευταία ιαχή του κοινού, όλα είχαν σταματήσει. Και ο Γκρεγκ Πόποβιτς καθόταν μόνος του στο άδειο στάδιο. Μια μοναχική φιγούρα κάτω από τα πολύχρωμα φωτάκια του φωτεινού πίνακα. Το ίδιο παρκέ, πάνω στο οποίο οργάνωσε δεκαετίες τίτλων και διακρίσεων, απλώνονταν μπροστά του σαν σκηνή μετά την πτώση της αυλαίας.
Γύρισε πίσω, με τα χέρια σταυρωμένα, και το βλέμμα του σηκώθηκε στις κερκίδες. Πέντε λάβαρα. Πέντε δαχτυλίδια. Εκατοντάδες παίκτες. Χιλιάδες αγώνες. Και μια αμετακίνητη φιλοσοφία: «Δεν είναι για κανένα άτομο. Είναι για την ομάδα». Διότι αυτός είναι ο «Ποπ». Συνώνυμο της αριστείας, της πυγμής, της αλήθειας. Ενας Αμερικανός, με σέρβικο αίμα και κυνισμό, που ποτέ δεν ζήτησε λατρεία. «Δεν θέλω να είμαι ήρωας. Θέλω απλώς να είμαι ένας καλός άνθρωπος», είχε απαντήσει κάποτε σε μια νεαρή δημοσιογράφο, η οποία τον είχε ρωτήσει αν ένιωθε θρύλος.
Μόλις άκουσε την ερώτηση, είχε γελάσει και μόνο με την ιδέα. Θυμήθηκε πώς ξεκίνησαν όλα. Το 1996. Οι Σπερς απέλυσαν τον Μπομπ Χιλ στα μέσα της σεζόν. Ο Ποπ, τότε γενικός διευθυντής, τον απέλυσε. Μετά προσέλαβε τον εαυτό του. Μια κίνηση που πολλοί θα την έλεγαν «τρέλα». Εάν δεν πετύχαινε. Πέτυχε. Όχι αμέσως. Αλλά πέτυχε.
Στην αρχή οι δικοί του Σπερς, δεν ήταν έτοιμοι. Εχαναν. Πολύ. Και άσχημα. Αλλά μετά, ήρθαν τα… drafts. Και εκεί ο «Ποπ», είχε δει το… όνειρο. Και ήξερε τι έπρεπε να κάνει, για να αλλάξει την ιστορία του Franchise, αλλά και τη δική του προπονητική πορεία. Όλα αυτά, θα του τα προσέφερε ο ψηλός, ήσυχος νεαρός από το Γουέικ Φόρεστ, δίπλα στον «ναύαρχο» Ντέιβιντ Ρόμπινσον. Ο Τιμ Ντάνκαν, ήταν το πεπρωμένο του!
«Είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να έχει ένας προπονητής», είχε πει τότε ο Πόποβιτς, «Τζέντλεμαν, ανταγωνιστικός, καθόλου… δράμα». Τα θεμέλια μπήκαν. Κι ο Ποπ έκανε αυτό που πάντα έκανε: Εχτισε πάνω στον χαρακτήρα, όχι μόνο στο ταλέντο. «Πρέπει να έχεις ξεπεράσει τον εαυτό σου πριν μπορέσεις να είσαι μέρος μιας ομάδας, ειδικά αυτής της ομάδας», φώναζε.
ΤΟ «ΜΠΑΣΚΕΤ ΤΩΝ ΣΠΕΡΣ»
Το αντίθετο από ό,τι έκαναν οι δικοί του Σπερς. Ίσως η πιο… μπασκετική ομάδα, στην ιστορία του σπορ. Η δυναστεία δεν ήταν «λαμπερή». Δεν ήταν θορυβώδης. Ήταν κλινική, ακριβής, ταπεινή. Ηταν η ομάδα που έδωσε ταυτότητα σε αυτό που ακόμη και σήμερα ονομάζουμε «Μπάσκετ των Σπερς». Το «όμορφο παιχνίδι». Ντάνκαν, Πάρκερ, Τζινόμπιλι, Ρόμπινσον, Λέοναρντ. Ολοι ελίτ παίκτες και αντιστάρ. Και πάντα ο Ποπ στο τιμόνι. Τραχύς, γκρίζος, να μουρμουρίζει για την άμυνα στο ένα λεπτό, και να παραθέτει αποφθεύγματα του Αλμπέρ Καμύ στο επόμενο, για να εξηγήσει τι κάνουν οι παίκτες του και ποιοι είναι η μπασκετική κοσμοθεωρία του.
«Θέλω άντρες που έχουν ξεπεράσει τον εαυτό τους», είχε φωνάξει πριν από έναν αγώνα πλέι-οφ. Κι ύστερα, κερνούσε κρασί στους rookies μετά από μια βαριά ήττα. Αυτός ήταν ο προπονητής Πόποβιτς: μισός λοχίας, μισός πατρική φιγούρα, φιλόσοφος και πολεμιστής μαζί. Το τέλειο πακέτο στην άκρη του πάγκου. Ο πρώτος άνθρωπος των ανδρικών επαγγελματικών σπορ στις ΗΠΑ, που τόλμησε να δώσει το τιμόνι σε μια γυναίκα. Η Μπέκι Χάμον, έχει πολλά να πει για αυτό. Αλλά ο «Ποπ» τη… μαλώνει όποτε τον εκθειάζει.
«ΜΙΑ ΧΩΡΑ -ΝΤΡΟΠΗ» ΚΑΙ «ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΈΧΕΤΕ ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ»
Πάντα ο Πόποβιτς απαιτούσε μπασκετική τελειότητα . Αλλά απαιτούσε και ανθρωπιά. Δεν ήταν μόνο οι νίκες. Ήταν ο τρόπος που στεκόταν ακλόνητος όταν άλλοι σιωπούσαν. Αντιμετώπιζε προέδρους. Υπερασπιζόταν τους περιθωριοποιημένους. «Η χώρα μας είναι ντροπή αυτή τη στιγμή», είχε πει κάποτε σε συνέντευξη Τύπου. Όχι από μίσος, αλλά από αγάπη και θλίψη. Είχε πει στους παίκτες του: «Η δουλειά σας είναι να είστε ευγενικοί, να έχετε ενσυναίσθηση, και να καταλαβαίνετε τι περνάνε οι άλλοι άνθρωποι σε αυτόν τον κόσμο». Έτσι ήταν τα δικά του αποδυτήρια. Ενας χώρος… ησυχίας, σεβασμού και (κυρίως) αλήθειας, όσο δυσάρεστη κι αν ήταν.
Τα χρόνια άφησαν το σημάδι τους. Ο Ντάνκαν αποσύρθηκε. Μετά ο Μάνου. Μετά ο Τόνι. Το παιχνίδι άλλαξε. Ο Πόποβιτς προσαρμόστηκε, έστω με όχι μεγάλη ευελιξία. Πανηγύρισε με πλατύ χαμόγελο όταν του ήρθε το «δώρο» του Νο1 στο προπέρσινο draft: Στο πρόσωπο του Βίκτορ Γουεμπανιάμα είδε τον Ντάνκαν και Ρόμπινσον Μαζί. Δεν πρόλαβε να του φτιάξει μια ομάδα για να τον κάνει πρωταθλητή. Ήρθαν ανακατατάξεις. Ανταλλαγές. Δύσκολες χρονιές. Επιδείνωση της υγείας του. Πράγματα εσωτερικά. Που δεν μπορούσε να νικήσει. Ούτε τον ενδιέφερε να τα κοινοποιήσει πριν πάρει την τελική του απόφαση. Δεν κυνηγούσε τη δημοσιότητα. «Δεν χρειάζεται να ξέρω πόσες νίκες έχω», είχε πει σε έναν δημοσιογράφο: «Αυτά είναι για εσάς. Εγώ ξέρω τι έχει σημασία».
ΟΧΙ ΔΑΚΡΥΑ, ΓΙΑΤΙ «ΜΕΓΑΛΩΣΑΜΕ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ, ΕΤΣΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ;»
Όλα αυτά τα χρόνια συνέχιζε να διδάσκει. Να κοουτσάρει την Team USA. Να καθοδηγεί νέους αστέρες. Το κρασί συνεχιζόταν στα δείπνα μετά τους αγώνες, είτε με νίκη είτε με ήττα. Τώρα, με το παλτό του διπλωμένο στο χέρι και την καρέκλα του στραμμένη προς το γήπεδο, άφησε τον εαυτό του να θυμηθεί την τελευταία σεζόν. Ένα αποχαιρετιστήριο τουρ που ποτέ δεν διαφημίστηκε — απλώς άλλοι αγώνες, άλλη μάθηση, άλλη πρόκληση.
Όταν τελικά είπε στην ομάδα ότι αποσύρεται, δεν υπήρχαν δάκρυα. Μόνο αγκαλιές. Λίγα χαμόγελα. Και ύστερα, μια μεγάλη σιωπή, που τη διέκοψε ο Ποπ, ψιθυρίζοντας: «Μεγαλώσαμε όλοι μαζί, έτσι δεν είναι;». Καθώς σηκώθηκε από τη θέση του στο άδειο γήπεδο, ψιθύρισε άλλη μια φράση, σε κανέναν συγκεκριμένα, μια φράση που είχε πει κάποτε σε έναν ρούκι που δεν τολμούσε να μιλήσει: «Βγες και παίξε. Θα σ’ αγαπώ έτσι κι αλλιώς».
Ο Γκρεγκ Πόποβιτς βάδισε προς το τούνελ. Μόνος, αλλά ποτέ μοναχικός, αφήνοντας πίσω του όχι μόνο μια κληρονομιά νικών, αλλά χαρακτήρα, ταυτότητα, έντονο αποτύπωμα. Οι Σπερς θα κουβαλούν τη φωνή του σε κάθε άσκηση, κάθε τάιμ-άουτ, κάθε αγώνα. Γιατί στο τέλος, ο Ποπ δεν κοουτσάρισε απλώς μπάσκετ. Κοουτσάρισε τη ζωή. Και η δική του ζωή, ενέπνευσε ζωές χιλιάδων. Το ίδιο το μπάσκετ.
Πηγή: in.gr