Του Νίκου Ρουσάνογλου
Όλο και πιο μακρινό φαντάζει το όνειρο απόκτησης κατοικίας για τους περισσότερους Έλληνες. Παρά το γεγονός ότι το ποσοστό ιδιοκατοίκησης παραμένει υψηλό και ως εκ τούτου μετριάζει το πρόβλημα, τα νέα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν πολύ μεγαλύτερες προκλήσεις σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές, καθώς ακόμα και η επιλογή της ενοικίασης γίνεται όλο και λιγότερο βιώσιμη, γεννώντας νέα αδιέξοδα, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Σύμφωνα με τη σχετική έρευνα της Alpha Bank για την προσιτή στέγη, την οποία πραγματοποίησε η QED για λογαριασμό της τράπεζας, το 54% των ερωτηθέντων θεωρεί την αγορά κατοικίας ανέφικτη σήμερα και ένα πρόσθετο 39% δύσκολα εφικτή. Ταυτόχρονα, το 68% πιστεύει ότι τα ενοίκια δεν είναι προσιτά με βάση τους σημερινούς μισθούς, ενώ το 52% των ενοικιαστών αναφέρει ότι πληρώνει πάνω από το 30% του εισοδήματός του για το ενοίκιό του. Επιπλέον, το 28% των ενοικιαστών απάντησε ότι οι υπόλοιπες δαπάνες στέγασης –πέραν του ενοικίου– αποτελούν πάνω από το 30% του διαθέσιμου εισοδήματός τους σε μηνιαία βάση.
Επίσης, ποσοστό άνω του 50% των ερωτηθέντων είχε αύξηση στο ενοίκιό του τα τελευταία δύο χρόνια. Το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 55% στην Αθήνα και σε 58% στη Θεσσαλονίκη. Σε άλλα μεγάλα αστικά κέντρα το ποσοστό είναι ελαφρώς χαμηλότερο. Επίσης, συνολικά, το 45% των ερωτηθέντων ανέφερε αυξήσεις ενοικίων έως και 10%, το 30% μεταξύ 10% και 20% και περίπου το 25% δήλωσε ότι το ενοίκιό τους αυξήθηκε κατά 20% ή περισσότερο. Παράλληλα, το 60% του συνόλου των ερωτηθέντων αναμένει περαιτέρω αύξηση των ενοικίων και των τιμών κατοικιών μέσα στην επόμενη πενταετία.
Η απαισιοδοξία των συμμετεχόντων συμβαδίζει με την οικονομική τους κατάσταση, με περισσότερους από τους μισούς (54%) να δηλώνουν ότι απλώς καταφέρνουν να καλύψουν τα βασικά έξοδα διαβίωσης, χωρίς να μπορούν να αποταμιεύσουν, ενώ το 11% απάντησε ότι δεν καταφέρνει ούτε να πληρώσει τα βασικά, καθημερινά έξοδα. Για όσους ιδιοκατοικούν και πληρώνουν στεγαστικό δάνειο, το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώνεται σε 42%.
Η επέκταση της βραχυχρόνιας μίσθωσης ακινήτων, φαίνεται να διαδραματίζει καίριο ρόλο στη διαμόρφωση των προσδοκιών για τις τιμές των κατοικιών, ιδίως σε τουριστικές περιοχές. Συγκεκριμένα, πάνω από το 50% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι η ανάπτυξη της οικονομίας διαμοιρασμού είναι από τους σημαντικότερους παράγοντες που επηρεάζουν τις μελλοντικές τιμές των κατοικιών και τα ενοίκια, μαζί με τις κυβερνητικές/φορολογικές πολιτικές, τα επιτόκια και την πρόσβαση στη χρηματοδότηση.
Εν τω μεταξύ, η ιδιοκατοίκηση είναι αφενός ένα ευρέως διαδεδομένο φαινόμενο, αφετέρου η κύρια προτίμηση των Ελλήνων, με την πλειοψηφία των ερωτηθέντων να ιδιοκατοικούν και ένα ακόμη υψηλότερο ποσοστό να προτιμά την ιδιοκατοίκηση έναντι της ενοικίασης. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό όσων ιδιοκατοικούν αυξάνεται με την ηλικία, ενώ η μέση ηλικία αποχώρησης από την οικογενειακή εστία είναι περίπου τα 35 έτη. Το ίδιο ηλικιακό όριο, δηλαδή τα 35 έτη, φαίνεται να αποτελεί την αφετηρία για την απόκτηση στεγαστικού δανείου. Τέλος, η προσωπική/οικογενειακή κατάσταση ενός ατόμου φαίνεται να είναι επίσης σημαντικός παράγοντας για το καθεστώς κατοικίας για όλες τις ηλικιακές ομάδες. Συγκεκριμένα, βάσει της έρευνας, η πλειοψηφία όσων είναι αδέσμευτοι και ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα 18-34 ετών φιλοξενούνται (37%), ενώ σχεδόν οι μισοί που βρίσκονται σε σχέση (44%) νοικιάζουν με τους συντρόφους τους. Ένα παρόμοιο μοτίβο παρατηρείται και στις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες, με τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης να είναι πολύ υψηλότερα μεταξύ των δεσμευμένων, σε σύγκριση με τον πληθυσμό των αδέσμευτων. Κατά συνέπεια, υπάρχουν τρεις δημογραφικές ομάδες ενδιαφέροντος που θα πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο τόσο των κυβερνητικών πολιτικών για τη στέγαση, όσο και των προϊόντων του τραπεζικού τομέα: οι νέοι ηλικίας 18-34 ετών που ζουν με σύντροφο ή φιλοξενούνται και οι παντρεμένοι που νοικιάζουν το σπίτι τους.
Η περιορισμένη προσφορά κατοικιών εντός προϋπολογισμού αποτελεί τον βασικό προβληματισμό μεταξύ των υποψήφιων αγοραστών, υπογραμμίζοντας τις αυξανόμενες προκλήσεις της προσιτής στέγασης. Σε μια αγορά όπου η ζήτηση υπερβαίνει την προσφορά απαιτούνται μέτρα για τον περιορισμό της ζήτησης, αλλά κυρίως για την τόνωση της προσφοράς. Τέτοιες πρωτοβουλίες θα μπορούσαν να είναι: (i) η περαιτέρω παραμετροποίηση του πλαισίου της Golden Visa, (ii) η ενίσχυση της κατασκευαστικής δραστηριότητας, (iii) η ενδελεχής επανεξέταση και καταγραφή των δηλώσεων αποποίησης κληρονομιάς λόγω χρεών κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, (iv) η επανεκκίνηση της στεγαστικής πολιτικής με βιώσιμο τρόπο, (v) πιο δραστικά μέτρα για την αξιοποίηση κενών κτιρίων όπου είναι δυνατόν, και φυσικά (vi) περαιτέρω ρυθμίσεις για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, έτσι ώστε ένας ικανός αριθμός ακινήτων να επιστρέψει στην αγορά μακροχρόνιας μίσθωσης.
Πέραν των ανωτέρω, κρίνεται επιτακτική και η αλληλεπίδραση των κυβερνητικών πολιτικών με τις πρωτοβουλίες του εγχώριου τραπεζικού συστήματος. Σύμφωνα με την Alpha Bank, οι προσπάθειες αυτές θα πρέπει να αποσκοπούν στην τόνωση της χρηματοδότησης για στέγαση και στη διευκόλυνση των υποψήφιων αγοραστών κατοικιών, ώστε να αποκτήσουν πρώτη κατοικία, ιδίως των ευάλωτων νοικοκυριών και των νέων. “Σχετικές πρωτοβουλίες θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν: πρώτον, την ανάπτυξη εξειδικευμένων προϊόντων στεγαστικών δανείων με προνομιακούς όρους που να απευθύνονται σε νέους ή/και όσους σχεδιάζουν τη δημιουργία οικογένειας και δεύτερον, τον σχεδιασμό συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα για την κατασκευή οικονομικά προσιτών ή κοινωνικών κατοικιών, με το κράτος να παρέχει γη ή/και κενά κτίρια και τις τράπεζες να προσφέρουν χρηματοδότηση σε κατασκευαστές ακινήτων για την κατασκευή κατοικιών. Με την ολοκλήρωσή τους, οι κατοικίες θα διατίθενται από το κράτος για αγορά ή ενοικίαση σε τιμές χαμηλότερες της αγοράς, είτε ακόμη και δωρεάν, σε επιλέξιμες κοινωνικές ομάδες (π.χ. ευάλωτα νοικοκυριά, νέες γενιές, μονογονεϊκές οικογένειες κλπ.), βάσει εισοδήματος ή άλλων συναφών κριτηρίων”, τονίζεται στην έκθεση.
Αυτά τα προγράμματα μπορούν να υποστηριχθούν με επιδοτήσεις από ευρωπαϊκά ταμεία –χωρίς φορολογική επιβάρυνση– στην προσπάθεια περαιτέρω ενίσχυσης των ιδίων κεφαλαίων των επενδυτικών σχεδίων. Ένα από τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης είναι το γεγονός ότι οι ανάγκες στέγασης είναι εξατομικευμένες και πολυδιάστατες. Κατά συνέπεια, τα τραπεζικά προϊόντα θα πρέπει να είναι εξειδικευμένα και προσαρμοσμένα στις ατομικές ανάγκες. Ως εκ τούτου, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να ενεργούν ως χρηματοοικονομικοί σύμβουλοι των νοικοκυριών.
Πηγή: capital.gr