Η λεγόμενη «υποβοηθούμενη ευθανασία» είναι ένας τρόπος να αποφύγουμε την πραγματική λέξη που είναι η αυτοκτονία, που γίνεται είτε με βοήθεια γιατρών που ρίχνουν το φάρμακο στις φλέβες ή του ίδιου του αυτόχειρα που πατάει το κουμπί για να πάρει τη θανατηφόρο δόση. Και η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν συνάνθρωποί μας που είτε λόγω προχωρημένης νεοπλασματικής ή νευρολογικής νόσου που δεν υπάρχουν πλέον ελπίδες θεραπείας, ζουν ένα δράμα σωματικό και ψυχολογικό. Τα παυσίπονα φάρμακα δεν τους «πιάνουν», η αξιοπρέπειά τους έχει ξευτιλιστεί, αισθάνονται εγκαταλελειμμένοι ακόμα και από τους φίλους και συγγενείς. Δεν αντέχουν αυτή τη ζωή και θέλουν να φύγουν, να πεθάνουν.
1. Τι απαντάει το κράτος σε αυτούς τους ανθρώπους;
Το κράτος, ιδίως στη χώρα μας, ψελλίζει κάτι για την παρηγορητική αντιμετώπιση τόσο του πόνου όσο και των άλλων ουσιαστικών αναγκών αυτών των πολιτών του, αλλά στην πραγματικότητα δεν κάνει τίποτα.
Δεν έχει καν νομοθετήσει την παρηγορητική φροντίδα που εφαρμόζεται ευρέως σε άλλες χώρες. Αντίθετα ισχύουν οι νόμοι που απαγορεύουν αυστηρά την ενεργητική ευθανασία, έστω και αν γίνεται με τη συναίνεση του ατόμου, και (τουλάχιστον μέχρι σήμερα) απαγορεύουν και την υποβοηθούμενη ευθανασία.
2. Πώς εμείς οι γιατροί αντιμετωπίζουμε την «υποβοηθούμενη ευθανασία»;
Είναι ξεκάθαρο ότι παρ’ όλη τη νομική απελευθέρωση της ισχύουσας νομοθεσίας σε πολλές χώρες της Ευρώπης και πολιτείες στις ΗΠΑ, δεν θα υπάρξει κανένας γιατρός που ενεργητικά θα θανατώσει ασθενή είτε με τη δική του παράκληση είτε των συγγενών του είτε με οποιαδήποτε δικαστική εντολή. Αυτό που οι γιατροί εφαρμόζουμε εδώ και δεκαετίες, και είναι νόμιμο, είναι η λεγόμενη παθητική ευθανασία. Οταν βεβαιωθούμε ότι ο ασθενής παρουσιάσει μη αναστρέψιμη ιατρική κατάσταση δεν συνεχίζουμε υπερβολικές θεραπείες απλώς και μόνο για να επιμηκύνουμε τεχνητά τη ζωή του.
3. Πώς αντιμετωπίζει η Εκκλησία την κραυγή αυτών των ανθρώπων που θέλουν να φύγουν μια ώρα γρηγορότερα από τον μη αντιμετωπίσιμο πλέον σωματικό και ψυχολογικό πόνο;
Οπως όλα τα προβλήματα της βιοηθικής, έτσι και στο θέμα της ευθανασίας, η Ορθόδοξη Εκκλησία αποφεύγει γενικούς αφορισμούς, ηθικιστικές απλουστεύσεις και κανόνες που ισχύουν για όλους. Μάλιστα στο «Ευχολόγιο» που περιλαμβάνει τις διάφορες ευχές που διαβάζει ο ιερέας σε διαφορετικές καταστάσεις, υπάρχει και η ευχή «εις ψυχορραγούντα», μια προσευχή «ευθανασίας» που θα προέρχεται όμως από τον Θεό.
Την προσωποκεντρική προσέγγιση στο θέμα της ευθανασίας τονίζει και ο κορυφαίος ορθόδοξος θεολόγος, Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, αναφερόμενος στην έννοια του προσώπου ως σχέσεως. «Αν η ζωή ενός ανθρώπου και το σώμα του δεν είναι κτήμα του, αλλά φορέας σχέσεων, τότε και ο θάνατος ενός ατόμου δεν μπορεί να θεωρηθεί απόλυτα ατομική υπόθεση. Ετσι μόνο πρόσωπα που αγαπά κανείς και τον αγαπούν μπορούν να ετεροκαθορίζουν το πρόσωπό του, τόσο στη ζωή όσο και στον θάνατο. Τα πρόσωπα αυτά δεν μπορεί να θεωρηθούν άσχετα με το γεγονός ή τον τρόπο του θανάτου ενός ανθρώπου. Διαφορετικά η ελευθερία γίνεται δαιμονική αυτοβεβαίωση και το πρόσωπο μετατρέπεται σε άτομο».
Και συνεχίζει: «Οπως ο επίσκοπος ή ο πνευματικός οικονομεί τα πράγματα ανάλογα με τις δυνατότητες και τις δυνάμεις του αμαρτωλού, έτσι και στο θέμα του εξοδίου πόνου δεν μπορεί η Εκκλησία να μείνει αδιάλλακτη». Και καταλήγει με ένα αναπάντητο ερώτημα: «Θα μπορούσε αυτό άραγε να οδηγήσει στην αποδοχή της ευθανασίας;».
Ο Δημήτρης Λινός είναι καθηγητής Ιατρικής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, λέκτορας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και εθελοντής ιερέας
Πηγή: tanea.gr