Οι διανοούμενοι έχουν μια προφανή διαφορά από τους καθημερινούς ανθρώπους: διαβάζουν περισσότερο απ’ αυτούς, η επαφή τους με τις έννοιες, τα ρεύματα και τις ιδέες έχει σχεδόν «επαγγελματικό» χαρακτήρα. Πώς εξηγείται λοιπόν ότι, όπως δείχνει η Ιστορία, κάνουν συστηματικά περισσότερα λάθη από τους άλλους στην προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν την πραγματικότητα;
«Γιατί σφάλλουν οι διανοούμενοι»: έτσι τιτλοφορεί το νέο του βιβλίο ο γάλλος συγγραφέας – και αρθρογράφος της Figaro – Σαμουέλ Φιτουσί. Για να δώσει μια απάντηση, εξετάζει τόσο γνωστές περιπτώσεις, όπως ο Τζορτζ Οργουελ, ο Ρεϊμόν Αρόν ή ο Ζαν-Φρανσουά Ρεβέλ, όσο και λιγότερο γνωστά παραδείγματα από την αγγλοσαξονική λογοτεχνία. Το συμπέρασμά του είναι συντριπτικό. Οσο πιο μορφωμένος είναι κάποιος, τόσο πιο πιθανό είναι να υιοθετεί ακραίες θέσεις. Οσο πιο ενημερωμένος είναι, τόσο ισχυρότερη είναι η τάση του να διαλέγει στρατόπεδο. Οσο περισσότερα πτυχία διαθέτει, τόσο πιο εύκολα πείθεται ότι οι άλλοι είναι προκατειλημμένοι.
Η αγαπημένη τέχνη των διανοουμένων είναι να μη βλέπουν αυτό που συμβαίνει κάτω από τα μάτια τους ή να το βλέπουν μέσα από έναν ιδεολογικό φακό που αλλοιώνει την πραγματικότητα. Αυτή η τύφλωση, γράφει ο Φιτουσί, έχει περισσότερο να κάνει με την ευφυΐα παρά με την άγνοια. «Είχα μάτια για να βλέπουν κι ένα μυαλό εκπαιδευμένο να διαστρεβλώνει αυτά που έβλεπαν», σημείωνε το 1954 ο συγγραφέας Αρθουρ Καίσλερ, που είχε επισκεφθεί τη Σοβιετική Ενωση είκοσι χρόνια νωρίτερα και δεν είχε παρατηρήσει τίποτα ανησυχητικό.
Ο Φιτουσί, γράφει η Monde, είναι πολλές φορές υπερβολικός ή δείχνει να παρασύρεται από τα πάθη του. Καταδικάζει πολύ εύκολα, για παράδειγμα, τους θεωρητικούς της αποδόμησης όπως ο Ζακ Ντεριντά ή προσωπικότητες όπως ο Μισέλ Φουκώ και ο Ρολάν Μπαρτ. Εμφανίζεται πιο επιεικής με τους διανοούμενους της Δεξιάς σε σχέση μ’ εκείνους της Αριστεράς, παρ’ όλο που στη διάρκεια του ισπανικού Εμφυλίου πολλοί από τους πρώτους αποσιώπησαν συνειδητά τα εγκλήματα του Φράνκο. Τοποθετεί σε δύο ιδεολογικά άκρα τον Αρόν και τον Σαρτρ, ξεχνώντας ότι οι δύο αυτοί διανοητές, παρά τις αναμφισβήτητα μεγάλες διαφωνίες τους, μοιράζονταν κατ’ αρχήν ένα ολόκληρο σύμπαν.
Η βασική παρατήρηση του συγγραφέα όμως είναι σωστή: για τους ανθρώπους που το κοινωνικό τους κύρος συνδέεται στενά με τις ιδέες τους (συγγραφείς, πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι, πολιτικοί), είναι δύσκολο, και πολλές φορές επικίνδυνο, να αλλάξουν άποψη, καθώς βρίσκονται αντιμέτωποι με την απόρριψη του περιβάλλοντός τους. Ο Ζορζ Μπερνανός έχασε όλους τους φιλοβασιλικούς του φίλους όταν τόλμησε να καταγγείλει τα εγκλήματα του Φράνκο. Ο Τσέσλαβ Μίλος, πάλι, καταδικάστηκε τόσο από τη φιλοσταλινική Αριστερά της Γαλλίας όταν διέφυγε το 1951 από την Πολωνία και ζήτησε άσυλο στο Παρίσι, όσο και από την κοινότητα των πολωνών εμιγκρέδων στη Γαλλία επειδή είχε υπηρετήσει ως πολιτιστικός επιτετραμμένος στην πρεσβεία της κομμουνιστικής Πολωνίας στην Ουάσιγκτον.
Ο Μίλος έμεινε έτσι μόνος. Και στα έργα που έγραψε εκείνη την περίοδο – δυο μυθιστορήματα, την περίφημη «Αιχμάλωτη σκέψη» και τα ποιήματα που περιλαμβάνονται σε μια συλλογή που κυκλοφόρησε πρόσφατα στην Αμερική με τίτλο «Poet in the New World» – δεν επικεντρώθηκε τόσο στις ωμότητες του πολέμου, όσο στους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι, και ιδιαίτερα οι διανοούμενοι, πείθουν τον εαυτό τους να αποδεχθούν ιδέες που αντιτίθενται στη συνείδησή τους.
Το ποίημα «Παιδί της Ευρώπης» γράφτηκε στη Νέα Υόρκη το 1946. Και στους πρώτους κιόλας στίχους, σημειώνει ο βιβλιοκριτικός του New Criterion, ακούμε αυτάρεσκους διανοούμενους να εξαίρουν τη δειλία τους παρουσιάζοντάς την ως πανουργία:
«Εμείς, που τα πνευμόνια μας γεμίζουν με τη γλύκα της ημέρας,/ που τον Μάη θαυμάζουμε τα δέντρα να ανθίζουν,/ είμαστε καλύτεροι από εκείνους που χάθηκαν…/ Εμείς, που θυμόμαστε μάχες όπου ο λαβωμένος αέρας βρυχιόταν σε παροξυσμούς πόνου,/ εμείς, που σωθήκαμε χάρις στην πανουργία και τη γνώση μας…/ Εχοντας να επιλέξουμε αν θα πεθαίναμε εμείς ή ένας φίλος,/ διαλέξαμε τον δικό του θάνατο, με την ψυχρή σκέψη: ας γίνει γρήγορα…/ Δεχθείτε το ως δεδομένο ότι είμαστε καλύτεροι απ’ αυτούς,/ τους αφελείς, αδύναμους θερμόαιμους, που δεν λογάριαζαν τη ζωή τους.»
Tα μόνα που έχουν σημασία γι’ αυτούς τους αδίστακτους διανοούμενους είναι η ισχύς και ο εαυτός τους. Το παρελθόν, μαζί με όλα όσα προσδίδουν βαθύτερο νόημα, έχει χαθεί.
«Μην αγαπάς καμία χώρα: οι χώρες γρήγορα εξαφανίζονται./ Μην αγαπάς καμία πόλη: οι πόλεις γίνονται γρήγορα συντρίμμια./ Πέτα τα ενθύμια…/ Μην αγαπάς τους ανθρώπους: οι άνθρωποι σύντομα χάνονται./ Ή αδικούνται και ζητούν τη βοήθειά σου./ Μην αφήνεις το βλέμμα σου να πλανάται στις δεξαμενές του παρελθόντος.»
Πηγή: tanea.gr