Καθώς πλησιάζει η ημέρα που οι καρδινάλιοι θα συγκεντρωθούν στην Καπέλα Σιστίνα για να εκλέξουν τον επόμενο Πάπα, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία βρίσκεται στο επίκεντρο ενός άτυπου αλλά σφοδρού ιδεολογικού πολέμου. Στη σκιά της παρακαταθήκης του Πάπα Φραγκίσκου, ένας καλά οργανωμένος και οικονομικά ισχυρός πυρήνας υπερσυντηρητικών καθολικών –κυρίως από τις ΗΠΑ – προσπαθεί να επηρεάσει την εκλογική διαδικασία, πιέζοντας για την ανάδειξη ενός Ποντίφικα που να ευθυγραμμίζεται περισσότερο με τις δικές τους θεολογικές, πολιτικές και κοινωνικές αντιλήψεις. Η απογοήτευσή τους για τη φιλελεύθερη στροφή του Φραγκίσκου – όσον αφορά τα ζητήματα της μετανάστευσης, της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης, της προσέγγισής του προς τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα αλλά και τη συμφωνία του Βατικανού με την Κίνα που έδωσε στο Πεκίνο λόγο στον διορισμό καθολικών επισκόπων – έχει μεταφραστεί σε μια άνευ προηγουμένου εκστρατεία πίεσης, που φτάνει μέχρι και σε απόπειρες σπίλωσης υποψηφίων. Την ίδια στιγμή οι εσωτερικές ισορροπίες στο Κονκλάβιο δεν ευνοούν εύκολα τη συντηρητική παράταξη, αφού η πλειονότητα των εκλεκτόρων έχει διοριστεί από τον ίδιο τον Φραγκίσκο. Ωστόσο, με φόντο τη βαθιά οικονομική κρίση του Βατικανού και την αυξανόμενη επιρροή πλούσιων ακραίων συντηρητικών δωρητών, διαφαίνεται μια προσπάθεια όχι απαραίτητα εκλογής δικού τους υποψηφίου, αλλά παρεμπόδισης της συνέχισης μεταρρυθμίσεων όπως αυτές που ξεκίνησε ο εκλιπών Πάπας.
Σε αυτό το εύθραυστο και ρευστό τοπίο, το μέλλον της Καθολικής Εκκλησίας φαίνεται να παίζεται όχι μόνο πίσω από τις κλειστές πόρτες της Καπέλα Σιστίνα, αλλά και στα παρασκήνια ενός γεωπολιτικού, ιδεολογικού και διαδικτυακού αγώνα, όπου η έννοια της πίστης εμπλέκεται όλο και περισσότερο με τις στρατηγικές της εξουσίας.
«Ελπίζουμε να έχουμε μια παποσύνη που θα επικεντρώνεται περισσότερο σε καθαρά καθολικά ζητήματα, όπως η υπεράσπιση της ζωής και της οικογένειας, αντί για την κλιματική αλλαγή και τη μετανάστευση» δήλωσε στο Politico γερμανίδα αριστοκράτισσα, αρχηγική μορφή του συντηρητικού ρωμαιοκαθολικού κύκλου. Συντηρητικοί παράγοντες προωθούν υπερσυντηρητικούς υποψηφίους όπως ο επίσκοπος του Καζακστάν Αθανάσιος Σνάιντερ, ο καρδινάλιος Ρόμπερτ Σάρα από τη Γουινέα ή και ο αμερικανός καρδινάλιος Ρέιμοντ Μπερκ, υποστηρικτής του προέδρου Τραμπ. Αναλυτές υπογραμμίζουν το φαινόμενο «αν και κάποιοι ηγέτες έχουν φιλελεύθερη κατεύθυνση, τα ποίμνιά τους να γίνονται πιο συντηρητικά».
Ακόμα δε και πριν από τον θάνατο του Φραγκίσκου είχε ξεκινήσει εκστρατεία υπονόμευσης των μεταρρυθμίσεών του, προερχόμενη από ένα ενισχυόμενο δίκτυο καλά χρηματοδοτούμενων, συντηρητικών καθολικών οργανισμών με έδρα τις ΗΠΑ, που συνεργάζονται με ακροδεξιούς πολιτικούς για να προωθήσουν ένα κράμα καθολικού δογματισμού και εθνικισμού. Η επιρροή ακραίων τάσεων μπορεί επίσης να ενισχυθεί από την ολοένα και πιο κρίσιμη οικονομική κατάσταση του Βατικανού, με το Reuters να αναφέρει έλλειμμα εσόδων έως και 83 εκατ. ευρώ. Λόγω των απαραίτητων προκαταρκτικών ζυμώσεων οι ημέρες που ακολουθούν είναι κρίσιμες και κάποιοι υπενθυμίζουν το γνωστό ιταλικό ρητό που λέει «παχύς Πάπας, αδύνατος Πάπας» – υπονοώντας ότι τα κονκλάβια συνήθως έρχονται σε ιδεολογική αντίθεση με τον προκάτοχό τους. Οι ισορροπίες είναι ευαίσθητες λόγω της έλλειψης κάποιου κορυφαίου λομπίστα όπως ήταν ο καρδινάλιος Τζορτζ Πελ που πέθανε το 2020, αλλά και κάποιων τακτικών εκφοβισμού που λόγω της εξάπλωσης συντηρητικών blogs με επιρροή στα κοινωνικά δίκτυα κάνουν την τρέχουσα διαδικασία να μη μοιάζει με καμία προηγούμενη.
Ενα άλλο ζήτημα που τίθεται έχει να κάνει με την επιστροφή του παπικού αξιώματος στην Ιταλία που είχε την αποκλειστικότητα για το μεγαλύτερο μέρος της μακράς ιστορίας της Εκκλησίας. Για 455 χρόνια, από τον θάνατο του Ολλανδού Αδριανού Στ’ το 1523 μέχρι την εκλογή του Πολωνού Ιωάννη Παύλου Β’ το 1978, οι Ιταλοί είχαν τον πλήρη έλεγχο του παπικού αξιώματος. Συνολικά, περίπου το 80% από τους 266 πάπες της Καθολικής Εκκλησίας υπήρξαν Ιταλοί. Ωστόσο τον Ιωάννη Παύλο διαδέχθηκε ένας Γερμανός, ο Πάπας Βενέδικτος, και ακολούθησε ο Πάπας Φραγκίσκος, Αργεντινός και ο πρώτος Ποντίφικας από την αμερικανική ήπειρο. Οι πάπες από τη δεκαετία του 1960 και μετά επιδίωξαν σε μεγάλο βαθμό να διευρύνουν την εκπροσώπηση στο Κολέγιο των Καρδιναλίων, μειώνοντας την επιρροή του ιταλικού μπλοκ. Ο Φραγκίσκος επιτάχυνε αυτή τη διαδικασία και πλέον οι Ιταλοί αποτελούν περίπου το 14% των εκλεκτόρων έναντι 24% στο τελευταίο Κονκλάβιο του 2013.
Πηγή: tanea.gr