Η ελληνική οικονομία, μέσα σε ένα δυσμενές διεθνές περιβάλλον, “εξακολουθεί να επιδεικνύει ισχυρή ανθεκτικότητα και να καταγράφει θετικές επιδόσεις” ανέφερε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας στο CEO Club, επισημαίνοντας ότι στο 2,3%, ο ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδας είναι αισθητά υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Ο διοικητής της ΤτΕ έκανε ειδική αναφορά στον τομέα των επενδύσεων, υπογραμμίζοντας ότι παρουσιάζει ισχυρή δυναμική τα τελευταία χρόνια. Όπως ανέφερε “από το 2019 και μετά, οι επενδύσεις σημειώνουν σταθερή άνοδο (+60% μέχρι το 2024), καλύπτοντας μέρος του σημαντικού επενδυτικού κενού που είχε δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους. Η συμβολή τους στον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης υπερβαίνει σημαντικά το μέσο όρο της ευρωζώνης, φθάνοντας μεταπανδημικά κατά μέσο όρο τις 1,6 ποσοστιαίες μονάδες (ποσ. μον.), έναντι μόλις 0,3 ποσ. μον. στην ευρωζώνη”.
Τόνισε πάντως ότι το επενδυτικό κενό στην Ελλάδα “παραμένει όμως σημαντικό” σε σχέση με την ευρωζώνη, “αφού, παρά τη σημαντική αύξησή τους, οι επενδύσεις στην Ελλάδα το 2025 αναμένεται να ανέλθουν στο 16,3% του ΑΕΠ έναντι 21,1% στην Ευρωζώνη”.
Ως προς τις δημοσιονομικές εξελίξεις, ο κ. Στουρνάρας σημείωσε ότι “τα επιτεύγματα υπήρξαν εντυπωσιακά. Η συνετή δημοσιονομική πολιτική των τελευταίων ετών, σε συνδυασμό με τις εντατικές προσπάθειες για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής, αποδίδουν πλέον απτά και μετρήσιμα αποτελέσματα. Τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται με μόνιμο τρόπο μέσω της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης και επιτυγχάνονται σταθερά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα χωρίς την ανάγκη επιβολής περιοριστικών μέτρων. Η υπεραπόδοση των εσόδων έναντι των στόχων του Προϋπολογισμού επέτρεψε τη χρηματοδότηση πρόσθετων δημόσιων δαπανών για επενδύσεις και για στήριξη των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2024 ανήλθε στο 4,8% του ΑΕΠ – επίπεδο σημαντικά υψηλότερο από τις προβλέψεις του Προϋπολογισμού. Μάλιστα, το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος υπερέβη κατά πολύ τις πληρωμές τόκων, γεγονός που οδήγησε σε συνολικό πλεόνασμα του προϋπολογισμού σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης της τάξεως του 1,3% του ΑΕΠ. Οι επιδόσεις αυτές αποτελούν ιστορικό ορόσημο για τα δημοσιονομικά δεδομένα τουλάχιστον της τελευταίας τριακονταετίας. Συγκριτικά με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ, η Ελλάδα κατέγραψε το τέταρτο υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα, ενώ είναι μία από τις έξι μόλις χώρες που σημείωσαν συνολικό πλεονασματικό προϋπολογισμό.
Σε αυτό το πλαίσιο τόνισε ότι η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, ιδιαίτερα σε τομείς με διαχρονικές αδυναμίες (όπως η γραφειοκρατία στο Δημόσιο και η απονομή δικαιοσύνης), “αποτελεί προϋπόθεση για την ενίσχυση της επενδυτικής εμπιστοσύνης και την προσέλκυση νέων κεφαλαίων.
Παρεμβάσεις που περιορίζουν τη γραφειοκρατία, επιταχύνουν τον ψηφιακό μετασχηματισμό και προωθούν τον ανταγωνισμό μπορούν να βελτιώσουν ουσιαστικά το επιχειρηματικό περιβάλλον.
Παράλληλα, είναι κρίσιμη η επιτάχυνση της απορρόφησης και η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, με στόχο τη μείωση του επενδυτικού κενού, την ενίσχυση του δυνητικού προϊόντος και της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας και συνολικά τη βελτίωση της ανθεκτικότητας της οικονομίας.
Η επένδυση στην έρευνα, την καινοτομία και το ανθρώπινο κεφάλαιο είναι καθοριστική για την ανάσχεση της μακροχρόνιας πτώσης της παραγωγικότητας.
Τέλος, η περαιτέρω διεύρυνση της εξωστρέφειας της οικονομίας και η ενίσχυση του ανταγωνισμού με άρση όλων των εμποδίων εισόδου σε κλάδους παραγωγικής δραστηριότητας που έχουν απομείνει, θα συμβάλει στην αύξηση της παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών και στη σταδιακή μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Περιορισμένες οι άμεσες επιπτώσεις από τους δασμούς
Ο διοικητής της ΤτΕ εκτίμησε ότι οι άμεσες επιπτώσεις στην Ελλάδα από την αύξηση των δασμών από τις ΗΠΑ θα είναι περιορισμένες, ενώ εκτίμησε ότι οι μειώσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ θα συνεχιστούν.
Ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι Η Ελλάδα έχει μικρή εξάρτηση από τις ΗΠΑ και επομένως αναμένεται να έχει περιορισμένες άμεσες επιπτώσεις από την αύξηση των δασμών. Ωστόσο, όπως είπε, ενδέχεται να επηρεαστεί έμμεσα, καθώς μια συνολική επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου μπορεί να μειώσει τη ζήτηση για ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες και να περιορίσει τις προοπτικές ανάπτυξης. Τέλος, η αυξημένη αβεβαιότητα στις αγορές λειτουργεί αποτρεπτικά για τις επενδύσεις, καθώς οι επιχειρήσεις αποφεύγουν να αναλάβουν κινδύνους σε ένα ασταθές περιβάλλον. Ταυτόχρονα, όμως, οι πρόσφατες αναβαθμίσεις των πιστοληπτικών αξιολογήσεων τόσο του Ελληνικού Δημοσίου όσο και των τραπεζών αναδεικνύουν την ελληνική οικονομία ως θετική εξαίρεση στο τρέχον περιβάλλον αυξημένης μεταβλητότητας διεθνώς.
Αναφορικά με τις επόμενες κινήσεις της ΕΚΤ ο διοικητής της ΤτΕ ανέφερε ότι “τα επιτόκια πολιτικής, κατά την άποψή μου, θα συνεχίσουν να μειώνονται, έως ότου φθάσουν στο 2%. Οι αγορές προεξοφλούν και περαιτέρω μειώσεις, πιστεύω όμως ότι πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί λόγω της πολύ υψηλής αβεβαιότητας που επικρατεί”.
Πέρα από τους διεθνείς και ευρωπαϊκούς κινδύνους, πρόσθετες αβεβαιότητες σχετικά με τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας σύμφωνα με τον διοκητή της ΤτΕ αποτελούν:
(1) ενδεχόμενες καθυστερήσεις στην απορρόφηση και την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης,
(2) η αυξανόμενη συχνότητα και ένταση των φυσικών καταστροφών λόγω της κλιματικής κρίσης και
(3) η εντεινόμενη στενότητα στην αγορά εργασίας και οι υψηλότερες μισθολογικές αυξήσεις.
Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να διατηρηθεί στο 2,3% και το 2025 – επίπεδο πολύ υψηλότερο από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να αποτελούν τις κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης. Η συνεχιζόμενη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας θα συνοδευθεί από περαιτέρω αποκλιμάκωση της ανεργίας στο 9,9%, ενώ ο πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει ελαφρώς στο 2,9%.
Τα δημοσιονομικά μεγέθη εκτιμάται ότι θα παραμείνουν σε υγιή επίπεδα και το 2025. Το πρωτογενές πλεόνασμα προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 3,2% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος να συνεχίσει την πτωτική του πορεία, φθάνοντας στο 143,2% του ΑΕΠ.
Πηγή: capital.gr