Αναμφίβολα, το Κίεβο από το 2014 επέλεξε να παίξει το παιχνίδι της Δύσης εναντίον της Ρωσίας, και έχασε. Παρά τις τεράστιες όμως γεωπολιτικές ευθύνες που φέρει, οι νομικές συνέπειες -παραχώρηση εδάφους- δικαίως δεν μπορούν να χωνευτούν από κανένα κράτος τον 21ο αιώνα. Έχει επιλογές όμως η Ουκρανία και οι σύμμαχοί της στην Ευρώπη;
Υπενθυμίζεται ότι οι Αμερικανοί ζήτησαν την de jure αναγνώριση από τις ΗΠΑ του ελέγχου της Ρωσίας στην Κριμαία, την οποία είχε καταλάβει η Μόσχα το 2014, καθώς και την de facto αναγνώριση της ρωσικής κυριαρχίας σε περιοχές της νότιας και ανατολικής Ουκρανίας που ελέγχουν οι δυνάμεις της Μόσχας.
Αντίθετα, οι Ευρωπαίοι ήθελα να αναβάλουν τη λεπτομερή συζήτηση για το έδαφος μέχρι μετά την ολοκλήρωση της κατάπαυσης του πυρός, αρνούμενοι να δεχτούν την αναγνώριση του ρωσικού ελέγχου σε οποιοδήποτε ουκρανικό έδαφος.
Αντικειμενικά η συμφωνία που πρότεινε η Ουάσιγκτον τα δίνει σχεδόν όλα στη Ρωσία. Υπήρχε περίπτωση οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση να δεχτεί την αναγνώριση του ψευδοκράτους στα κατεχόμενα κομμάτια της Κυπριακής Δημοκρατίας;
Θα πρόκειται για μια ωμή παραβίαση του διεθνούς δικαίου, καθώς έτσι θα αποδειχθεί ότι τον 21ου αιώνα οι ωμές μέθοδοι του 19ου αιώνα λειτουργούν αποτελεσματικά.
Γιατί;
Και, όμως για τον έγκριτο Γερμανό αναλυτή Βόλφγκανκ Μινχάου, αν και η Ευρώπη έχει κάθε δικαίωμα να είναι εξοργισμένη με μια συμφωνία που δικαιώνει τις ενέργειες της Μόσχας, ωστόσο λέει ότι πρέπει να γίνει αποδεκτή.
«Από όλα τα πιθανά κακά αποτελέσματα, είναι το λιγότερο χειρότερο» λέει χαρακτηριστικά σε ανάλυσή του στο Unherd.
Η Ουκρανία μάχεται έναν συντριπτικό εχθρό, ενώ υποστηρίζεται από μια απογοητευτική συμμαχία, εξηγεί αρχικά ο Μινχάου. «Η Ευρώπη είναι πολύ καλύτερη στο να συζητά παρά στο να πολεμά στην πραγματικότητα, προτιμώντας να ποζάρει για φωτογραφίες με τον Ζελένσκι παρά να κάνει δύσκολες επιλογές».
Μπορεί η Ευρώπη να υπόσχεται να υποστηρίξει την Ουκρανία για όσο καιρό χρειαστεί, αλλά ο Γερμανός δημοσιογράφος τονίζει ότι δεν έχει αυτό που χρειάζεται. «Θέλει ένα ευτυχές τέλος τύπου Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Τραμπ δεν πρόκειται να τους το παραδώσει».
Αλλά αν οι Ευρωπαίοι είχαν σταματήσει έστω και για μια στιγμή για να εξετάσουν, σωστά, την στρατιωτική κατάσταση επί τόπου, θα είχαν συνειδητοποιήσει μέχρι το καλοκαίρι του 2023 ότι η Ουκρανία δεν θα κέρδιζε ποτέ, λέει ο αναλυτής.
«Αντ’ αυτού, τα ΜΜΕ συνέχισαν να γράφουν ρεπορτάζ για την άθλια κατάσταση των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων. Οι βρετανικές ταμπλόιντ εφημερίδες μας πρόσφεραν ιστορίες για τον Βλαντιμίρ Πούτιν που έπασχε από καρκίνο» σημειώνει.
«Θυμάστε πώς περιμέναμε με κομμένη την ανάσα την ουκρανική ανοιξιάτικη αντεπίθεση εκείνη τη χρονιά; Έγινε και απέτυχε» προσθέτει.
Αν πουνε όχι οι Ευρωπαίοι
Αν η Ουκρανία και η Ευρώπη απέρριπταν τη συμφωνία, προειδοποιεί ο Μινχάου, οι ΗΠΑ δεν θα παρείχαν πλέον κρίσιμες υπηρεσίες στην Ουκρανία, όπως δορυφορικές επικοινωνίες και ανταλλαγή στρατιωτικών πληροφοριών.
«Η Ευρώπη θα έπρεπε να αυξήσει δραματικά την οικονομική και στρατιωτική της υποστήριξη προς την Ουκρανία, κάτι που θα μπορούσε να περιλαμβάνει στρατεύματα επί τόπου – όχι στην πρώτη γραμμή, αλλά στο παρασκήνιο» λέει.
Έτσι προσθέτει στη συνέχεια, ότι οι ΗΠΑ μπορεί σε αυτό το σημείο να αρχίσουν να αμφισβητούν την εγγύηση ασφάλειας του ΝΑΤΟ. «Αν οι ευρωπαϊκές χώρες υποστηρίζουν έναν πόλεμο που η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει κρίνει μη κερδοφόρο, γιατί να θέλουν οι ΗΠΑ να σώσουν την Ευρώπη; Μόλις οι ΗΠΑ υποχωρήσουν, οι Ευρωπαίοι θα είναι μόνοι τους».
Θα σώσει ζωές
Ο Γερμανός αναλυτής προσθέτει πως είτε μας αρέσει είτε όχι, η συμφωνία του Τραμπ θα σώσει ζωές. «Θα σταματήσει την κλιμάκωση ενός περιφερειακού πολέμου που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε πανευρωπαϊκή καταστροφή».
«Η Δύση θα πρέπει να σκεφτεί σοβαρά την αρχιτεκτονική ασφαλείας μετά το τέλος του πολέμου. Αλλά αυτό το σχέδιο, ή πιθανότατα μια εκδοχή αυτού του σχεδίου, θα πυροδοτήσει αυτή τη συζήτηση» λέει.
Εάν γίνει δεκτό το αμερικανικό, λέει ο Μινχάου, θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για την ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ. Επίσης θα επέτρεπε στην Ευρώπη να απογαλακτιστεί από τη στρατιωτική της εξάρτηση από τις ΗΠΑ «χωρίς να χρειάζεται να διεξάγει ταυτόχρονα έναν θερμό πόλεμο δι’ αντιπροσώπων, επειδή, ας μην ξεχνάμε, η Ευρώπη βρίσκεται σε αυτή τη δύσκολη θέση επειδή βασίστηκε υπερβολικά στις ΗΠΑ για άμυνα και ως εκ τούτου υπερέβη το μέρισμα της ειρήνης».
Οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να αναλογιστούν πώς λειτουργεί η ειρηνευτική διπλωματία, προσθέτει.
«Οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, πάντα και παντού, ξεκινούν από την αποδοχή της τρέχουσας στρατιωτικής κατάστασης. Αυτό δεν προδικάζει την τελική συμφωνία.
Η Συνθήκη των Βερσαλλιών επέβαλε σύνορα που δεν αντανακλούσαν τη στρατιωτική κατάσταση, αντανακλούσαν την πραγματικότητα ότι η Γερμανία και η Αυστρία είχαν ηττηθεί ολοκληρωτικά» λέει.
Οι περισσότεροι πόλεμοι δεν τελειώνουν με σαφή νικητή. Οι περισσότεροι πόλεμοι τελειώνουν όταν και οι δύο πλευρές κρίνουν ότι το κόστος της συνεχιζόμενης μάχης υπερβαίνει το όφελος αυτού που μπορούν ρεαλιστικά να επιτύχουν. Αυτό συμβαίνει και εδώ, καταλήγει ο Μινχάου.
Πηγή: in
Πηγή: tanea.gr