Οι αρχηγοί των θυμωμένων ατάκτων

Οι αρχηγοί των θυμωμένων ατάκτων

Είναι «δυστύχημα – έγκλημα» πριν αποφανθεί η Δικαιοσύνη. Τα ογκώδη συλλαλητήρια του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου «διεμήνυσαν την εδραιωμένη πεποίθηση της κοινωνίας για τις ευθύνες της κυβέρνησης αναφορικά τόσο με το ίδιο το δυστύχημα – έγκλημα και τις συνθήκες που οδήγησαν σε αυτό, όσο και για τη μετέπειτα απόπειρα συγκάλυψης των κυβερνητικών ευθυνών». Οποιος δεν εξισώνει τις συγκεντρώσεις των πολιτών με λαϊκό δικαστήριο ή αρνείται να καταμετρηθεί σε «στρατόπεδα», καθίσταται τουλάχιστον ύποπτος. Η «κυβέρνηση», άλλωστε, -η «κυβέρνηση των καρτέλ»- εξακολουθεί καθημερινά «να παίζει “κορόνα – γράμματα” τη ζωή χιλιάδων πολιτών που χρησιμοποιούν τα τρένα για τις μετακινήσεις τους». Παρόμοιες διατυπώσεις προσδιόριζαν το γενικό ύφος στην κοινή πρόταση δυσπιστίας των 4.617 λέξεων, που κατέθεσαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης στις 4 Μαρτίου.

Είναι μάλλον ρητορικό το ερώτημα για το ποιος ή ποια έδινε τον τόνο στο μέτωπο ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Νέας Αριστεράς, Πλεύσης Ελευθερίας και ανεξάρτητων βουλευτών, προσκείμενων στο Κίνημα Δημοκρατίας. Οπως ρητορικό είναι και το ερώτημα για το πάντοτε επίκαιρο «cui bono;» (ποιος ωφελείται;), ύστερα από τις πρόσφατες δημοσκοπικές επιδόσεις. Οταν το μικροκλίμα ευνοεί τη διάχυση καταγγελιών προς όλες τις κατευθύνσεις· όταν σε μια πολυπαραγοντική καταστροφή φταίει μόνο ένας· όταν η μόνη λύση είναι η «φυλακή», τότε, ναι, είναι εύκολο να εικάσεις ποιος ωφελείται.

Ωφελείται πάντα αυτός που οι θυμωμένοι επιλέγουν ως αυθεντικά θυμωμένο – όχι τις κόπιες του. Οποιος βγαίνει στη δημόσια αρένα κραδαίνοντας για άλλη μία φορά τα συνθήματα της μνησικακίας, εμβαπτισμένος πλέον σε μια εθνική τραγωδία. Στην πραγματικότητα, ακόμη και ο «εθνικός στόχος» της βελτίωσης του σιδηροδρομικού δικτύου καταλήγει λίγος στο ζύγι. Οταν σκοπός είναι η φυλακή, οι ράγες καθίστανται μέσο ατελέσφορο. Μεγαλύτερη χρησιμότητα προσφέρουν οι πάσης φύσεως εμπειρογνώμονες, οι θεωρίες ανάφλεξης, η καθημερινή δίκη προθέσεων στα πρωινάδικα. Προφανώς και η επίκληση μιας, κάποιας, αόρατης και νεφελώδους «χούντας». Το σχήμα, δηλαδή,  που επικαλείται κάθε τόσο ο αντισυστημικός εσμός. Σαν να την έχει ανάγκη για να δικαιολογεί το μένος του. Σαν να απαιτεί τον μιθριδατισμό του κομματικού ποιμνίου. Ο ήχος σε αυτόν τον τελετουργικό χορό μοιάζει με εκείνους τους αλήστου μνήμης στίχους του ράπερ Μιθριδάτη. Τότε που έκανε λόγο για «συνταγματική εκτρόπα, χωρίς ντρόπα / μια κατάστα ψυχοτρόπα, χωρίς ντόπα». Και: «Αστεία δυναστεία που φλερτάρει επταετία / και το Σύνταγμα ένα όνομα απλά σε μια πλατεία». Στα θυμωμένα στιχάκια, πάντως, δεν περισσεύει ποτέ η αυτοκριτική για τις περιπέτειες μιας χώρας όπου επί χρόνια απαξιωνόταν το κοινοβουλευτικό σύστημα, πολιτικά πρόσωπα τσουβαλιάζονταν στην κατηγορία των «προδοτών», η λίστα Λαγκάρντ γινόταν αφίσα για επικηρυγμένους, ενώ έπαιζε ρόλο σε ποια πλευρά έπεφταν οι μολότοφ για να ονοματίσεις την καλή ή την κακή βία. Οι διερμηνείς των στίχων σαγηνεύονταν από όσους στοχοποιούσαν την κυβερνητική πολιτική και τους αναπαρήγαν στο πολυβολείο του Twitter.

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_m1’); });

ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΘΥΜΟΣ. Το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό. Τους θυμωμένους στις δημοσκοπήσεις και σε αρκετές εκλογικές αναμετρήσεις τούς κερδίζουν όσοι και όσες μπορούν να εκφράσουν τον θυμό τους με τρόπο αυθεντικό. Ακόμη και φορώντας το προσωπείο του. Αρκεί να εκπέμπουν ένα μήνυμα που σαγηνεύει τη μεγάλη των MAGA φυλή. Αρκεί να υποδεικνύουν ως «πρακτική» λύση τις απελάσεις, τα τείχη και τους φράχτες, τις απανταχού ρεπλίκες της Λαμπεντούζα, τις επιστολές του Ιησού σαν πανάκεια για τα προβλήματα του μάταιου τούτου κόσμου. Είναι οι θυμωμένοι αρχηγοί της αγέλης και έχουν μάθει να καμουφλάρουν την τοξικότητα πίσω από το προπέτασμα ταξικότητας. Χρησιμοποιούν τον τηλευαγγελισμό και τα ψηφιακά καφέ του 21ου αιώνα για να οξύνουν τις διαιρέσεις απ’ τις οποίες τρέφονται. «Το ιδιάζον της “μνησίκακης κριτικής” είναι ότι δεν “θέλει” σοβαρά εκείνο που διατείνεται ότι επιζητεί· δεν επικρίνει το κακό για να το αποτρέψει, αλλά το χρησιμοποιεί σαν πρόσχημα για λοιδορίες. Ποιος δεν ξέρει τους βουλευτές του κοινοβουλίου μας οι οποίοι εκφράζουν απόλυτες και αδιάλλακτες κρίσεις επειδή γνωρίζουν ότι δεν θα γίνουν ποτέ υπουργοί;» (Μαξ Σέλερ, «Ο μνησίκακος άνθρωπος», Ινδικτος, μετάφραση Κωστή Παπαγιώργη, 2002).

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_middle_2’); });

Αργά ή γρήγορα θα έμπαινε στο κάδρο της επικαιρότητας η φαντασίωση ηγεμονίας. Οπως το 2015 οι πολιτικοί φιλοδοξούσαν να είναι «κάθε λέξη από το Σύνταγμα της χώρας», σήμερα θα μπορούσαν να γίνουν κάθε λέξη από την πρόταση για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης εναντίον των αντιπάλων τους φτάνοντας έως και στην κατηγορία περί εσχάτης προδοσίας (η πρόταση 198 σελίδων του Κινήματος Δημοκρατίας κατά του Πρωθυπουργού). Οι θυμωμένοι, ως γνωστόν, μιλάνε τη «γλώσσα του δρόμου». Βάζουν σε λεζάντα την πάνδημη – και καλά – οργή και επισπεύδουν το γκρέμισμα των ειδώλων. Στο ιδίωμά τους ανακαλύπτει κανείς αξίες σταθερές: το ιερό όνομα του λαού (που μόνο λίγοι ξέρουν να προφέρουν), την καταγγελία των ελίτ και των δημοσιογράφων, το συνωμοσιολογικό ντελίριο, την εργαλειοποίηση των ενδείξεων. Και με τον τρόπο αυτό αναπαράγεται το πανάρχαιο τυπικό μιας θυσιαστήριας τελετής: απομονώστε τον στόχο, διαπομπεύστε τον, εξοντώστε τον. Υπό την επήρεια των θυμωμένων διαφημιστών του ηθικού πλεονεκτήματος.

Πηγή: tanea.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ