Του Νίκου Κωτσικόπουλου
Περιβάλλον με προκλήσεις και ευκαιρίες διαμορφώνουν στον τραπεζικό κλάδο οι μειώσεις επιτοκίων της ΕΚΤ, καθώς στο μέτωπο του πληθωρισμού, οι πιέσεις για την ώρα υποχωρούν, ενώ στην Ευρώπη αναδύεται η ανάγκη των επενδύσεων.
Σε αυτό το κλίμα οι ελληνικές τράπεζες έχουν ήδη κάνει τους σχεδιασμούς τους και σύμφωνα με πληροφορίες είναι έτοιμες να περάσουν σε φάση ανταγωνισμού για να δώσουν περισσότερα δάνεια, αλλά και να μειώσουν τα κόστη τους.
Η μείωση των επιτοκίων για τις τράπεζες έρχεται μαζί με την πρόκληση να διατηρήσουν τα έσοδά τους από τον περιορισμό των περιθωρίων στα επιτόκια.
Αλλά αυτό σημαίνει φθηνότερα δάνεια και προσέλκυση του ενδιαφέροντος σε υποψήφιους δανειολήπτες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά, ώστε να συντηρήσουν σε υψηλά επίπεδα την κερδοφορία τους. Οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να ανταγωνισθούν πιο σκληρά για να δώσουν περισσότερα δάνεια και ο ανταγωνισμός αυτός, θα ευνοήσει τους υποψήφιους δανειολήπτες.
Ταυτόχρονα, ο ρυθμός με τον οποίο θα χειρισθούν τις μειώσεις των επιτοκίων τόσο στα δάνεια όσο και στις καταθέσεις θα παίξει σημαντικό ρόλο στη διατήρηση υψηλής κερδοφορίας και επικράτησης σε ένα περιβάλλον που υποχρεώνει σε πιο έντονο ανταγωνισμό. Παράλληλα, όμως, η μείωση των επιτοκίων κρύβει και ευκαιρίες γιατί:
-Θα μειωθεί η διάθεση για αποπληρωμές των δανείων από επιχειρήσεις και νοικοκυριά, αφού η αποκλιμάκωση των επιτοκίων θα μειώσει ταυτόχρονα και το κόστος των δανειοληπτών που έθεταν ως πρώτη προτεραιότητα την ελάφρυνση των δανειακών υποχρεώσεών τους.
-Θα βελτιωθεί το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών. Πριν την τελευταία αναβάθμιση από τον οίκο S&P τη Μεγάλη Εβδομάδα, το μεσοσταθμικό κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών που είχε υποχωρήσει στο 1,20% στην αρχή του έτους, παρουσίασε ελαφρά ανοδική διακύμανση σε συνάρτηση όμως και με το κλίμα στις αγορές ομολόγων. Ωστόσο, παραμένει πολύ χαμηλότερα από το 2024.
Οι αποδόσεις-επιτόκια των senior τραπεζικών ομολόγων τσίμπησαν 28 μονάδες βάσης στο 3,62% από το 3,34% πριν ένα μήνα στις 21 Μαρτίου, αλλά είναι 134 μονάδες χαμηλότερα από το τέλος του 2023 και 405 μονάδες χαμηλότερα από το τέλος του 2022. Στα subordinated ομόλογα, η πτώση των αποδόσεων είναι ακόμα μεγαλύτερη 285 μονάδες από το τέλος του 2023 και 674 μονάδες από το τέλος του 2022.
-Στη βελτίωση των όρων χρηματοδότησης των τραπεζών θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι κάποια στιγμή θα ξεκινήσει και η μείωση των επιτοκίων που θα προσφέρουν στις νέες προθεσμιακές καταθέσεις. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν ξεκινήσει αυτή την προσαρμογή με σημαντική χρονική υστέρηση έναντι των ευρωπαϊκών τραπεζών, καθώς και στην περίοδο της ανόδου, άργησαν να περάσουν τις αυξήσεις στους καταθέτες.
-Οι ελληνικές τράπεζες επωφελούνται από τις αναβαθμίσεις του δημοσίου χρέους και από τις αξιολογήσεις της πιστοληπτικής τους ικανότητας. Τελευταία η Fitch Ratings αναβάθμισε τις μακροπρόθεσμες αξιολογήσεις εκδοτών της Εθνικής Τράπεζας και της Eurobank κατά μία βαθμίδα σε Investment Grade, δηλαδή “BBB-“, και αυτές της Alpha Bank και της Τράπεζας Πειραιώς κατά μία βαθμίδα σε “BB+”, διατηρώντας για την τελευταία θετική προοπτική.
Μετά από παρόμοια κίνηση για το δημόσιο, η DBRS αναβάθμισε τη μακροπρόθεσμη αξιολόγηση εκδότη της Πειραιώς (δύο βαθμίδες) και της Εθνικής και της Eurobank (μία βαθμίδα) όλες σε “BBB”, αλλάζοντας τις προοπτικές σε θετικές για την τελευταία. Στο μεταξύ, μετά την αναβάθμιση του δημοσίου από τoν οίκο S&P, αναμένεται τώρα η αξιολόγηση της Fitch στις 16 Μαΐου και η αξιολόγηση της Scope στις 30 Μαΐου.
-Έχοντας μεγάλη ρευστότητα, οι ελληνικές τράπεζες προχώρησαν σε εξαγορές και μπορούν να συνεχίσουν όσο το κλίμα είναι ευνοϊκό, ενώ επενδύουν σημαντικά ποσά στην τεχνολογία και στην ψηφιακή τραπεζική.
Πηγή: capital.gr