Είτε το αγαπάς, είτε το μισείς, το Βερολίνο διέπεται από μια αίσθηση ελευθερίας προερχόμενης από τα 90’s, την οποία οι νεότερες γενιές έχουμε ακουστά από ανθρώπους που πήραν μια τζούρα από την ατίθαση μυρωδιά της. Στην γερμανική πρωτεύουσα καταφεύγουν καλλιτέχνες που αγκάλιασαν την ασύδοτη πλευρά της πόλης έχοντας στο προσκεφάλι τους το όνειρο τους, μετανάστες από Ελλάδα και Τουρκία, των οποίων τα εστιατόρια θα βρεις σε κάθε γειτονιά, και φυσικά, ρέιβερς που οραματίστηκαν να πίνουν την πρώτη γουλιά (καφέ) σε μια πόλη που χορεύει από το Σάββατο έως τα ξημερώματα της Δευτέρας.
Αποφασίσαμε λοιπόν, σαν γνωστοί-άγνωστοι περίεργοι, να κάνουμε ένα μικρό οδοιπορικό στην πόλη. Αν όμως, διαβάζοντας αυτό το κείμενο, ελπίζεις σε έναν ταξιδιωτικό οδηγό τύπου «τα δέκα καλύτερα μουσεία στο Βερολίνο», θα σε απογοητεύσουμε. Εδώ, θα μιλήσουμε για κάτι διαφορετικό.

Ελληνικό εστιατόριο στο Βερολίνο
Πρώτη ημέρα
Η πτήση ήταν πρωινή, και φυσικά, επιβιβαστήκαμε με ελάχιστο ύπνο, ωστόσο οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι δεν ήταν και άσχημα, αν αναλογιστούμε ότι μια ώρα στην αγκαλιά του Μορφέα ισούται με 3.600 δευτερόλεπτα.
Έπειτα από τρεις ώρες μέσα, έξω, μπροστά και πίσω από τα σύννεφα, φτάσαμε στο σπίτι που επρόκειτο να μας φιλοξενήσει, και το οποίο βρίσκονταν στην περιοχή Friedrichshain η οποία συνορεύει με τη συνοικία Kreuzberg μέσω της γέφυρας Oberbaum.
Απτόητοι, άυπνοι και αέναοι κατευθυνθήκαμε προς το Tucker Brunch Bar, το οποίο παρόλο που βρίσκεται στη Wühlischstraße, μας ξεγέλασε για τα καλά με το decor που έφερνε σε αυστραλέζικο καφέ: ανανάδες, smoothie και τροπικά κοκτέιλ για τους τολμηρούς που δεν λογαριάζουν ώρα, σιελ τoίχοι και φυτά εσωτερικού χώρου συνέθεταν ένα τοπίο το οποίο σε έκανε να αναρωτιέσαι αν έξω από το παράθυρο θα περάσει κάποιο ξανθό αγόρι με τη σανίδα του σερφ του. Το κερασάκι στην τούρτα; Μενού που περιελάβανε ένα δροσερό acai bowl. Το μόνο αρνητικό: οι τσιμπημένες τιμές.
Αφού απολαύσαμε για λίγο τον ήλιο του Βερολίνου σε ένα τραπεζάκι στο Tucker, κατευθυνθήκαμε προς το Kreuzberg, και, πιο συγκεκριμένα στο ιστορικό δισκοπωλείο Hard Wax, το οποίο μετρά 36 χρόνια ζωής, από όταν ο Mark Ernestus αποφάσισε να κάνει το ισόγειο ενός κτιρίου της Reichenberger Straße να τραντάζεται από techno, reggae, dub ήχους. Ο δίσκος που ψάχναμε «Eluna Vex & Olympios – Adventus» βρέθηκε να είναι sold out, αλλά δεν πτοηθήκαμε: μπροστά μας είχε ξεδιπλωθεί μια όαση από μουσικές.


Φωτογραφία: Το θρυλικό δισκοπωλείο Hard Wax
Σε βιομηχανικό στυλ, το κτήριο που φιλοξενεί χιλιάδες δίσκους , αποπνέει νοσταλγία: εκεί, θα βρείτε πικ απ στα οποία μπορείτε να ακούσετε βινύλια, οθόνες και ακουστικά για να χαθείτε σε ένα σύμπαν γεμάτο ακούσματα από τα παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, καθώς και μια βιβλιοθήκη με περιοδικά.
Plus: το Hard Wax περικλείεται από έναν κήπο και βρίσκεται δίπλα από το club Tresor και την αίθουσα τέχνης Kraftwerk, η οποία αποτέλεσε την επόμενη στάση μας.
Η Kraftwerk φιλοξενεί μέχρι και τις 4 Μαΐου (προλαβαίνετε, σωστά;) την πολυαισθητιριακή έκθεση της Laure Prouvost «WE FELT A STAR DYING» -η οποία δεν θυμίζει σε τίποτα τα χλιαρά, απρόσωπα καλλιτεχνικά δρώμενα που σε μεγάλο βαθμό έχουμε συνηθίσει.
Με το που εισέρχεσαι στον χώρο της έκθεσης, η οποία είναι αποτέλεσμα συζητήσεων της καλλιτέχνιδας με τον φιλόσοφο Tobias Rees και τον επιστήμονα Hartmut Neven, περιλούζεσαι με κρύο ιδρώτα: εξερευνώντας τα κβαντικά φαινόμενα, η Prouvost συγκεντρώνει βίντεο, άρωμα (ναι, πολλά εκθέματα έχουν μυρωδιά, το μόνο που χρειάζεται είναι να τοποθετήσετε το κεφάλι σας κάτω από αυτά), γλυπτική, σκηνογραφία και ήχο. Μπόλικο ήχο.


Φωτογραφία: Έκθεση «WE FELT A STAR DYING»
Ετοιμαστείτε λοιποόν, για μια μοναδική εμπειρία: ξαπλώστε αναπαυτικά κάτω από ένα τεράστιο μάτι-video art το οποίο περιστρέφεται γύρω από εικόνες, δημιουργήστε τη δική σας μουσική, και παρακολουθήστε γλυπτά να ανεβοκατεβαίνουν βιαστικά από τον ουρανό, ενώ ακούγονται κραυγές.


Φωτογραφία: Έκθεση «WE FELT A STAR DYING»
Έπειτα από σχεδόν δύο ώρες απόλυτης εσωτερικής παράνοιας, αποφασίσαμε να φύγουμε από μια έκθεση την οποία θα συζητάμε για ημέρες, και κατευθυνθήκαμε προς το cult Ankerklause, όπου μας περίμεναν οι υπόλοιποι φίλοι μας.
«Δεν θα κάτσουμε πολύ» τους είπαμε στο τηλέφωνο. Και ούτε που καταλάβαμε πως καταλήξαμε να τρώμε burger και να πίνουμε μπύρες μέχρι νωρίς το βράδυ. Το Ankerklause, το οποίο βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο Landwehrkanal και την Kottbusser Brücke, προσφέρει: χαλαρή ατμόσφαιρα, ωραίο φαγητό, κρύες μπύρες, άπλετη θέα, και αν είστε τυχεροί, μπορεί να έχει ήλιο και διαθέσιμο εξωτερικό τραπέζι. Δοκιμάστε το.


Φωτογραφία: Ankerklause | Instagram
Η ημέρα έκλεισε με παραποτάμιο Club de Visionaere, μια ξύλινη βεράντα, την οποία ιδανικά πρέπει να επισκεφτείτε κάποιο κυριακάτικο απόγευμα. Δίνοντας την αίσθηση του πλωτού club, δημιουργεί μια ατμοσφαιρική άβυσσο με techno μουσικές, αλκοόλ, και χώρους για να χορέψετε ή να καθίσετε ατενίζοντας το τοπίο που ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια σας, ενώ κάνετε συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων.
Οι φωτογραφίες δεν επιτρέπονται.
Δεύτερη ημέρα
Αν πας στο Βερολίνο και δεν πας σε flea market, τι κάνεις με τη ζωή σου; Αυτό αναρωτηθήκαμε -τουλάχιστον εμείς- και έχοντας πιεί λίγο σκέτο, γαλλικό καφέ ατενίζοντας τη θέα από το παράθυρο, ντυθήκαμε γοργά γοργά και κατευθυνθήκαμε στην Boxhagener Platz. Αν είσαι λάτρης του retro, αν το love language σου είναι το να κάνεις μικρά δώρα, αν δεν θέλεις να στηρίζεις τη fast fashion βιομηχανία και έχεις αγκαλιάσει το thrifting, θα λατρέψεις το εν λόγω flea market.
Εκεί, πρόκειται να βρεις τα πάντα: από κορνίζες άγνωστων ερωτευμένων του 20ου αιώνα, βαλίτσες και vintage φωτιστικά, μέχρι Y2K κομμάτια και γούνες που φορώντας τες θα νιώθεις ότι έχεις κάνει ένα ταξίδι στον χρόνο σε κάποια χώρα της Σοβιετικής Ένωσης.
Αφού λοιπόν κάναμε τα ψώνια μας -ακόμα και 5 ευρώ να έχεις στην τσέπη σου, πήγαινε- βρεθήκαμε να πίνουμε καφέ στο Ofra, ένα χαλαρό καφέ με vegetarian επιλογές. Λίγα μέτρα μακριά όμως υπήρχε ένα διαμάντι για όσους προσκυνούν τα burger: το Monty’s. Αν ψάχνετε για ινσταγκραμικά μαγαζιά, δεν είναι για εσάς. Πρόκειται για ένα μικρό, ζεστό μαγαζί με φρέσκες πατάτες, corn dogs που κοστίζουν 1,90 ευρώ, δύο καθίσματα, το οποίο ευτυχώς δεν έχει ακόμα εξευγενιστεί, οπότε οι τιμές του είναι προσιτές -ναι, οι ντόπιοι δεν χρειάζεται να δώσουν 20-30 ευρώ για ένα πιάτο φαγητό, επειδή ο τοίχος είναι διακοσμημένος μια neon ταμπέλα που φέρει μια έξυπνη φράση που θυμίζει ταινία του Ταραντίνο.


Φωτογραφία: Monty’s
Φτάσαμε Κυριακή απόγευμα, και, τι καλύτερο από το να πάμε σε κάποιο ιστορικό club της πόλης; Στο Βερολίνο, το πάρτυ φτάνει στο αποκορύφωμα του την Κυριακή λίγο πριν σβήσει τα ξημερώματα της Δευτέρας, οπότε ήταν η καλύτερη ώρα για να πάρουμε το δρόμο προς το Berghain. Όλα όσα ακούγονται περί dress code, περί «μη γελάς όσο βρίσκεσαι στην ουρά» και όλα τα συναφή, συγχωρέστε με, αλλά θαρρώ πως δεν ισχύουν. Μην είστε επικριτικοί, κουτσομπόληδες, ελευθερωθείτε από τα πρέπει που σας έχουν φορέσει από τα γεννοφάσκια σας, σεβαστείτε τους κανόνες (όταν σου λένε μην τραβάς βίντεο και φωτογραφίες ενώ σου έχουν κολλήσει αυτοκόλλητα στις κάμερες του κινητού σου, δεν είναι και τόσο δύσκολο να το ακολουθήσεις, σωστά;), τους θαμώνες και τους στυλοβάτες του club που κρατούν τον παλμό ζωντανό, και θα έχετε μια βραδιά με χορό, μουσικές, milkshake, και ότι άλλο επιθυμεί ο καθένας/καθεμία.
Και κάπως μαγικά, φτάσαμε στη Δευτέρα. Οι 48 ώρες στο Βερολίνο τελείωσαν. Το οξυγόνο όμως όχι.
Πηγή: in.gr