Πώς παρακολουθείται ο ασθενής με ανοικτό ωοειδές τρήμα

Στην εξουσία για τέταρτη φορά

Tο ανοικτό ωοειδές τρήμα (Patent foramen ovale – PFO) παριστά μια επικοινωνία μεταξύ των δύο κόλπων της καρδιάς και ειδικότερα ανάμεσα στα δύο πέταλα του μεσοκολπικού διαφράγματος. Το μεσοκολπικό διάφραγμα είναι μια μεμβράνη που χωρίζει τον αριστερό από τον δεξιό κόλπο και αποτελείται από δύο  τμήματα, δύο «πέταλα»: ένα λεπτό, το πρωτογενές διάφραγμα και ένα πιο παχύ, το δευτερογενές διάφραγμα. Κατά την εμβρυική ζωή, καθώς οι πνεύμονες δεν λειτουργούν και το οξυγόνο του εμβρύου προσλαμβάνεται από τη μητέρα μέσω του πλακούντα και του ομφάλιου λώρου, η παρουσία ανοικτού ωοειδούς τρήματος είναι  αναγκαία, καθώς με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η μεταφορά οξυγονωμένου αίματος από το δεξιό προς τον αριστερό κόλπο και κατά συνέπεια  επιτυγχάνεται επαρκής οξυγόνωση των οργάνων και των ιστών. Μετά τη γέννηση, με την ωρίμανση των πνευμόνων, αυτά τα δύο «πέταλα» σταδιακά ενώνονται μεταξύ τους και κολλάνε έως την ηλικία των 2 ετών, ώστε να απομονωθεί πλήρως η αριστερή από τη δεξιά πλευρά της καρδιάς. Σε ένα ποσοστό 20-25% υπάρχει αποτυχία σύγκλεισης, με αποτέλεσμα την παραμονή PFO.

Για το ανοικτό ωοειδές τρήμα, η εκτίμηση της καρδιολογικής κοινότητας επί πολλές δεκαετίες ήταν ότι δεν προκαλεί κάποια επιβάρυνση στην καρδιά, διότι η ποσότητα αίματος που κυκλοφορεί  διά μέσου αυτού είναι μικρή. Ομως, με την πάροδο των χρόνων διαπιστώθηκε να υπάρχει υψηλό ποσοστό εγκεφαλικών σε άτομα κάτω των 55-60 ετών με ανοιχτό ωοειδές τρήμα και χαλαρό μεσοκολπικό διάφραγμα, το λεγόμενο «ανεύρυσμα μεσοκολπικού διαφράγματος». Πλέον υπάρχει ισχυρή σύσταση για σύγκλειση του ανοικτού ωοειδούς τρήματος  σε νεαρούς ασθενείς με κρυπτογενή εγκεφαλικά επεισόδια, αφού φαίνεται να προστατεύει από το επόμενο εγκεφαλικό σε ποσοστό 80%. Αυτό με την προϋπόθεση ότι πληρούνται συγκεκριμένα κριτήρια  που τοποθετούν τον ασθενή σε κατηγορία υψηλού κινδύνου (π.χ. σε μεγάλη επικοινωνία από δεξιά προς τα αριστερά ή με ανεύρυσμα του μεσοκολπικού διαφράγματος)  με τη σύμφωνη γνώμη καρδιολόγου και νευρολόγου. Η επέμβαση σύγκλεισης γίνεται διαδερμικά υπό την καθοδήγηση του διοισοφάγειου υπερήχου. Στο σημείο της επικοινωνίας τοποθετείται μια συσκευή που μοιάζει με ομπρέλα, η οποία φέρει δύο δίσκους. Ο ένας τοποθετείται από την αριστερή πλευρά και ο άλλος από τη δεξιά, επιτυγχάνοντας το άμεσο σφράγισμα της επικοινωνίας. Η διαδερμική σύγκλειση θα πρέπει να ακολουθείται από διπλή (1-6 μήνες) και ακολούθως μονή αντιαιμοπεταλιακή αγωγή (για τουλάχιστον 5 έτη) και στον ασθενή δίνονται συγκεκριμένες οδηγίες αποφυγής ορισμένων σπορ π.χ. κατάδυση.

Ο Κώστας Τσιούφης είναι καθηγητής Καρδιολογίας ΕΚΠΑ – Α’ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Αθηνών

Πηγή: tanea.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ