Ενας «κατά τύχη πρωθυπουργός»

Ενας «κατά τύχη πρωθυπουργός»

Μία εβδομάδα είναι πολύς χρόνος στην πολιτική, όπως σωστά υπενθύμιζε τη Δευτέρα στο Politico ο Αντριου ΜακΝτόναλντ. Για να προσθέσει ότι, στην περίπτωση του Χάμζα Γιούσαφ, του παραιτηθέντος ηγέτη του Εθνικού Κόμματος (SNP) και πρωθυπουργού της Σκωτίας, δεν χρειάστηκε καν να περάσει ολόκληρη η εβδομάδα, καθώς αρκούσαν πέντε ημέρες για να έρθουν τα πάνω κάτω. Από την Τετάρτη 24 Απριλίου, δηλαδή, που ο Γιούσαφ ανακοίνωσε τον τερματισμό της συμφωνίας του SNP με τους κυβερνητικούς εταίρους του, το κόμμα των Πρασίνων, μέχρι τη Δευτέρα το μεσημέρι, που ανακοίνωσε την παραίτησή του, αφού προηγουμένως είχε διαπιστώσει πως δεν είχε ελπίδες να επιβιώσει των δύο προτάσεων μομφής που ετοιμάζονταν να καταθέσουν σε βάρος του οι πολιτικοί του αντίπαλοι και οι μέχρι πρόσφατα σύμμαχοί του.

Με την παραίτησή του ο Γιούσαφ δημιούργησε αναμφίβολα νέα πολιτικά δεδομένα στη Σκωτία, εν όψει και των γενικών εκλογών που θα διεξαχθούν ως το τέλος του έτους στο Ηνωμένο Βασίλειο. Δεν είναι λίγοι εκείνοι, μάλιστα, που τον κατηγορούν ευθέως, θεωρώντας πως επέδειξε απαράδεκτο πολιτικό ερασιτεχνισμό και προχώρησε σε μια κίνηση υψηλού ρίσκου χωρίς να έχει υπολογίσει όλα τα σενάρια – και, το κυριότερο, χωρίς να έχει φροντίσει να διασφαλίσει τα «νώτα» του.

Ακόμα κι αυτό αν αληθεύει, πάντως, φαίνεται πως δεν κάνει μεγάλη διαφορά. Εξάλλου, όπως σημειώνει ο Αλεξ Μάσι στους «Times», ο Γιούσαφ μπορεί να χαρακτηριστεί ένας «κατά τύχη πρωθυπουργός», με το έδαφος στο οποίο κλήθηκε να πατήσει από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε τα καθήκοντά του, τον Μάρτιο του 2023, να είναι ναρκοθετημένο. Γι’ αυτό και, όπως γράφει, «η εκλογή του στη θέση του επικεφαλής του SNP δεν συνοδεύτηκε από ενθουσιασμό και η αποχώρησή του δεν προκάλεσε ιδιαίτερα συναισθήματα λύπης».

Ο Μάσι προσπαθεί να μας πει, με άλλα λόγια, ότι το πέρασμα από την ηγεσία της Σκωτίας του 39χρονου και γεννημένου στη Γλασκώβη από πακιστανούς μετανάστες πολιτικού, ο οποίος έχει προλάβει να περάσει από αρκετούς υπουργικούς θώκους, υπήρξε ουσιαστικά αδιάφορο και η πτώση του αναμενόμενη. Μεγάλο δε μέρος της ευθύνης γι’ αυτό φέρει, όπως ισχυρίζεται, η προκάτοχος και μέντοράς του, Νίκολα Στέρτζον, η οποία αναγκάστηκε να βάλει πρόωρα τέλος στη δική της θητεία και τα φιλόδοξα σχέδιά της για ανεξαρτησία, υπό το βάρος των σκανδάλων που είχαν αρχίσει να χτυπούν απειλητικά την «πόρτα» της οικογένειάς της (ο σύζυγός της, μάλιστα, συνελήφθη). Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει και η ανάλυση στους «Times», όταν αποφάσισε (ή μήπως άλλοι αποφάσισαν γι’ αυτόν;) να διεκδικήσει την ηγεσία του SNP και την πρωθυπουργία, «ο Γιούσαφ δεν είχε πολλές επιλογές πέρα από το να παρουσιαστεί ως, όπως ο ίδιος το περιέγραψε, ένας υποψήφιος που εκπροσωπούσε τη συνέχεια. Η ατυχία του έγκειται στο γεγονός ότι βρέθηκε στο τιμόνι ενός σκαριού το οποίο ήδη έμπαζε νερά».

Τι ήταν όμως αυτό που καθιστούσε το τοπίο τόσο μουντό; Η απάντηση, όπως εκτιμούν πολλοί, πρέπει να αναζητηθεί στη διαπίστωση ότι η «μονοκαλλιέργεια» του εθνικισμού και του ονείρου της ανεξαρτησίας, που κατέστησε κυρίαρχους τους εθνικιστές τις δύο τελευταίες δεκαετίες και υιοθετήθηκε άκριτα και από τον Γιούσαφ, δεν μπορούσε πλέον να ικανοποιήσει μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, το οποίο είχε αρχίσει να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα στην καθημερινή του ζωή, καθώς τα δημόσια συστήματα υγείας και εκπαίδευσης δείχνουν να «στενάζουν». Κι αυτό είναι κάτι που, όπως είναι ήδη γνωστό, αποδείχθηκε και για ολόκληρη τη Βρετανία, στην υπόθεση του Brexit.

«Πολλοί ψηφοφόροι οι οποίοι κάποτε πιθανότατα έλκονταν από την ιδέα της ανεξαρτησίας πλέον νοιάζονται περισσότερο να έχουν μια αποτελεσματική κυβέρνηση. Η εμμονή του SNP σε μία και μοναδική πρόταση δεν συνιστά απλώς απόσπαση της προσοχής από άλλα ζητήματα, αλλά και ένα αντικίνητρο για σκέψη αναφορικά με την αναζήτηση πολιτικών απαντήσεων. Οταν η απάντηση που δίνεται πάντα είναι η αποχώρηση από το Ηνωμένο Βασίλειο, πρακτικά δεν χρειάζεται καν να τίθεται η ερώτηση» διαπιστώνει στην «Guardian» ο Ράφαελ Μπερ, στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει τις εξελίξεις και να αποδείξει τι κρύβεται πίσω από την αδυναμία του Γιούσαφ να κρατήσει σταθερά το τιμόνι που βρέθηκε στα χέρια του.

Το ερώτημα που τίθεται, βεβαίως, αφορά την επόμενη μέρα. Οχι τόσο σε σχέση με το πρόσωπο που θα τον διαδεχθεί στην ηγεσία του κόμματος και την πρωθυπουργία (κάτι που θα κριθεί μέσα στον Μάιο) όσο, κυρίως, για το μέλλον της Σκωτίας και του SNP. Αξίζει να σημειωθεί, άλλωστε, ότι οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν δεδομένο πως ο στόχος της διεξαγωγής ενός δεύτερου δημοψηφίσματος, το οποίο θα μπορούσε να ανατρέψει το αποτέλεσμα εκείνου που είχε διεξαχθεί το 2014 και είχε απορρίψει καθαρά (55% Οχι έναντι 45% Ναι) την πρόταση για ανεξαρτησία, έχει πλέον απομακρυνθεί πολύ, τουλάχιστον για τα αρκετά επόμενα χρόνια.

Σε αυτό το φόντο, λοιπόν, κάθε άλλο παρά έκπληξη συνιστά το γεγονός ότι μια σειρά δημοσκοπήσεις εν όψει των φετινών γενικών εκλογών φέρνουν το SNP να υποχωρεί στη δεύτερη θέση, πίσω από τους Εργατικούς. Ετσι, ο Κιρ Στάρμερ μοιάζει να κλείνει μια «μαύρη τρύπα» στην πολιτική και εκλογική επιρροή του κόμματός του και να «κλειδώνει» την πρωτιά με μεγάλη διαφορά και, κατά πάσα πιθανότητα, με κοινοβουλευτική αυτοδυναμία, η οποία θα τον φέρει στη θέση του πρωθυπουργού.

Θα λύσει άραγε αυτό τα προβλήματα των Σκωτσέζων; Προφανώς και όχι – γι’ αυτό και το ρεύμα του εθνικισμού δεν πρόκειται να πεθάνει.

Πηγή: tanea.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ