Σεισμοί που “χτύπησαν” την Ελλάδα

Με αφορμή τον φονικό σεισμό που σημειώθηκε πριν λίγες ημέρες στη νότια Τουρκία, στα σύνορα με τη Συρία, ξύπνησαν μνήμες από παρόμοιες καταστάσεις που ζήσαμε κι εμείς στη χώρα μας. Ας θυμηθούμε κάποιους μεγάλους και καταστροφικούς σεισμούς που χτύπησαν την Ελλάδα.

Επιμέλεια: Λόλα Γάτσιου

1856-ΡΟΔΟΣ

Ισχυρός σεισμός σημειώθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1856 στη Ρόδο και στην Κρήτη. Ο σεισμός είχε μέγεθος 8,2 Ρίχτερ. Επειδή εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν αρκετές μετρήσεις με όργανα, όπως συμβαίνει σήμερα, αναφέρεται ότι ο σεισμός μπορεί να ήταν 7,7 ρίχτερ. Έγινε στις 3 παρά τέταρτο τα ξημερώματα και η διάρκειά του ήταν περισσότερο από ένα λεπτό.

Πριν από το 1856, σημειώθηκε άλλος ένας φονικός σεισμός στην Κρήτη, και συγκεκιμένα τον Φεβρουάριο του 1810. Οι νεκροί ήταν 2.500. Υπήρξαν σοβαρές ζημιές στο ανάκτορο του Δούκα στο Ηράκλειο, το οποίο εγκαταλείφθηκε, ενώ 46 χρόνια μετά, με τον σεισμό του 1856 καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά. Επίσης απέναντι από το ανάκτορο στην πλατεία των Αχτάρικων ξέσπασε και φωτιά, λένε από λυχνάρια που έπεσαν κάτω από τη σεισμική δόνηση, με αποτέλεσμα να καούν 48 καταστήματα της περιοχής. Η φωτιά επεκτάθηκε κι έτσι καταστράφηκε το μεγαλύτερο τμήμα του ανακτόρου.

Επίσης, καταστράφηκαν ο ναός του Αγίου Τίτου και το παλιό μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου, που είχε μετατραπεί σε τζαμί και σήμερα στεγάζεται το αρχαιολογικό μουσείο Ηρακλείου, ενώ σοβαρή ζημιά έπαθε και ο ναός του Αγίου Μηνά. Επίσης κατέρρευσε το τουρκικό κτίριο του διοικητηρίου, που βρισκόταν στο σημερινό πάρκο Θεοτοκοπούλου, δίπλα από το δουκικό ανάκτορο. Μόνο 18 σπίτια είχαν μείνει όρθια, από τα χιλιάδες που κατέρρευσαν στο Ηράκλειο.

Συνολικά, 618 άνθρωποι υπολογίζεται πως έχασαν τη ζωή τους από τον σεισμό, ενώ 638 τραυματίστηκαν στην Κρήτη (ο αριθμός δεν είναι ο ίδιος σε όλες τις πηγές). Σίγουρο είναι πάντως πως πάνω από 500 άνθρωποι σκοτώθηκαν, γιατί οι περισσότεροι κοιμόνταν και δεν κατάφεραν να βγουν από τα σπίτια τους,  ενώ πάνω από 500 τραυματίστηκαν. Ο σεισμός προκάλεσε εκτεταμένες καταστροφές, και στα χωριά Καλέσια, Πετροκέφαλο,Πετροκέφαλο, Πενταμόδι, Άγιος Μύρων, Κιθαρίδα, Ασσίτες και Βούτες καταστράφηκαν ολοσχερώς. Στη Ρόδο σκοτώθηκαν 60 άνθρωποι και στην Κάρπαθο 20.

Στην πόλη του Ηρακλείο μόνο 18 σπίτια κρίθηκαν κατάλληλα για κατοίκηση. Στον νομό Χανίων υπήρξαν νεκροί και τραυματίες, όμως οι ζημιές ήταν μικρότερης έκτασης. Στο Ρέθυμνο όλα σχεδόν τα σπίτια έπαθαν βλάβες.

Σε όλη την Κρήτη υπολογίζεται ότι 6.512 κτίρια καταστράφηκαν και 11.317 υπέστησαν βλάβες. Ο σεισμός προκάλεσε σημαντικές καταστροφές επίσης σε Κάρπαθο, Ρόδο, Κάσο, Σύμη, Καστελόριζο, Αμοργό και Κύπρο.

 

1953-ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ

Στις 12 Αυγούστου, νωρίς το πρωί, σημειώθηκε σεισμός 5,2 Ρίχτερ και αργότερα, στις 11.25 π.μ. την ίδια μέρα, συνέβη ο ισχυρότερος και καταστροφικότερος σεισμός στην ιστορία της Κεφαλονιάς, μεγέθους 7,2 Ρίχτερ, με επίκεντρο στη νοτιοανατολική Κεφαλονιά.  Ο σεισμός ισοπέδωσε ολοκληρωτικά τις πόλεις του Αργοστολίου, του Ληξουρίου και της Ζακύνθου. Ανύψωσε την Κεφαλονιά κατά 60 εκατοστά. Στην πόλη της Ζακύνθου, την καταστροφή ολοκλήρωσε μεγάλη πυρκαγιά, η οποία ακολούθησε τον σεισμό και διήρκησε μέρες. Την ίδια μέρα σημειώθηκε ισχυρός μετασεισμός 6,3 Ρίχτερ. Ακολούθησαν πολλοί μετασεισμοί έως τα τέλη Σεπτεμβρίου, και οι περισσότεροι ήταν άνω των 5 Ρίχτερ. Στις 16 Οκτωβρίου σημειώθηκε σεισμός 5,2 Ρίχτερ στο Ληξούρι και στις 20 Οκτωβρίου σεισμός 5,1 στην Ιθάκη.

Ο συνολικός αριθμός των νεκρών από τους σεισμούς ανήλθε σε 455, των αγνοουμένων σε 21 και των τραυματιών σε 2.412. Οι σεισμοί ισοπέδωσαν σχεδόν ολοκληρωτικά και τα τρία νησιά. Από τα 33.300 σπίτια σε Ζάκυνθο, Ιθάκη και Κεφαλονιά καταστράφηκαν εντελώς τα 27.659, ενώ μόνο 467 σώθηκαν κυρίως στην περιοχή της Ερίσου, στο βόρειο άκρο της Κεφαλονιάς. Στην πόλη του Αργοστολίου, διασώθηκαν δύο μόνο σπίτια. Ελάχιστα ήταν και τα οικοδομήματα που σώθηκαν στο Ληξούρι, όπως το Γηροκομείο και το αρχοντικό των Ιακωβάτων, ενώ ανάμεσα στα λίγα εναπομείναντα σπίτια στη Λειβαθώ ήταν και το ιστορικό σπίτι του Λόρδου Βύρωνα.

Με την πυρκαγιά που ξέσπασε στην πόλη της Ζακύνθου μετά τον τρίτο σεισμό, καταστράφηκαν σημαντικά μνημεία, όπως η Παναγία η Φανερωμένη, και το Μέγαρο της Δημόσιας Βιβλιοθήκης όπου φυλάσσονταν χιλιάδες τόμοι βιβλίων, χειρογράφων και κειμηλίων. Μόνο τέσσερα κτίρια άντεξαν (ο ναός του Αγίου Διονυσίου, το Σχολείο του Άμμου, το αρχοντικό του Σαρακίνη και το κτίριο που στεγάζει την Εθνική Τράπεζα) ενώ από τις εκκλησίες, μέρος των οποίων σώθηκε, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκκλησία της Παναγίας της Φανερωμένης, η οποία αν και κάηκε, δεν κατέρρευσε. Καταστροφές υπήρξαν επίσης στη Λευκάδα, στην Ηλεία και την Αιτωλοακαρνανία.

 

1941-ΛΑΡΙΣΑ

Την 1η Μαρτίου 1941 σημειώθηκε ισχυρός σεισμός 6,3 Ρίχτερ στην πόλη της Λάρισας. Ο σεισμός χτύπησε και γειτονικά χωριά, το Γερακάρι, το  Ελευθέριο, τον Νέσσων, τη Νέχαλη, τον Πλατύκαμπο, τη Γλαύκη και τη Χάλκη.

40 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, ενώ οι τραυματίες έφτασαν τους 100. Σοβαρότατες ήταν και οι υλικές ζημιές στα κτήρια, καθώς το 10% καταστράφηκε ολοσχερώς, ενώ το 60% παρουσίασε σημαντικές βλάβες. Επίσης, παρατηρήθηκε καθίζηση στην αριστερή όχθη του Πηνειού ποταμού.

Πριν τον σεισμό, μετά την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940, η Λάρισα αποτέλεσε στόχο αεροπορικών επιδρομών, εξαιτίας της Αεροπορικής Βάσης και άλλων στρατιωτικών εγκαταστάσεων που βρίσκονταν στην πόλη. Μεγάλος βομβαρδισμός έγινε την 21η Δεκεμβρίου του 1940, ο οποίος είχε προκαλέσει σοβαρές καταστροφές, ενώ εξαιτίας του πολλοί κάτοικοι κατέφυγαν σε γειτονικά χωριά για ασφάλεια.

Ενώ οι ιταλικοί βομβαρδισμοί δεν είχαν πάψει όλο το προηγούμενο διάστημα, το πρωί του Σαββάτου 1ης Μαρτίου στις 5 και 53΄, η πόλη σείστηκε από τον κύριο σεισμό ύψους 6,3 ρίχτερ. Οι σαστισμένοι κάτοικοι σηκώθηκαν από τα κρεβάτια τους πιστεύοντας πως δέχονταν ακόμη μία αεροπορική επιδρομή και σκόπευαν να κατευθυνθούν στα καταφύγια. Μάλιστα, απόρησαν με το γεγονός ότι δεν είχαν ηχήσει οι σειρήνες, που είχαν εγκατασταθεί στην πόλη με σκοπό να προειδοποιούν τους κατοίκους για τέτοιες επιθέσεις.

Χαρακτηριστικές είναι οι εικόνες που μετέδιδε ανταποκριτής αθηναϊκής εφημερίδας «Γεγονός είναι ότι εκ των 6.000 περίπου οικιών της Λαρίσης ποσοστόν 80% κατέστη άχρηστον …Μεταξύ εκείνων που κατέρρευσαν είναι κτίρια Τραπεζών, το Δικαστικόν μέγαρον, η στρατιωτική λέσχη (Λέσχη Ασλάνη), τα ξενοδοχεία «Στέμμα» και «Πανελλήνιον», η εκκλησία του Αγίου Αχιλλίου, τα γραφεία του Β΄ Σώματος Στρατού (Αρχοντικό Σκαλιώρα), το Αρσάκειον, τα νοσοκομεία, οι δύο μιναρέδες, οι οποίοι διετηρούντο δια λόγους ιστορικούς, το κωδωνοστάσιον του Αγίου Νικολάου…».

Λίγο αργότερα κατέφθασαν στρατιωτικές δυνάμεις με σκοπό τον απεγκλωβισμό από τα ερείπια και την παροχή πρώτων βοηθειών. Το διασωστικό έργο, όμως, εμπόδισε ο νέος βομβαρδισμός που σημειώθηκε την επομένη, 2 Μαρτίου, Κυριακή των Απόκρεω. «Η εχθρική αεροπορία, εν γνώσει ότι την προηγουμένην ημέραν η Λάρισα είχεν υποστεί τρομακτικάς καταστροφάς, με αρκετά θύματα εκ του σεισμού και καθ’ ήν ώραν το έδαφος εσείετο υπό των κατ΄ εξακολούθησιν σεισμικών δονήσεων και υπήρχον χιλιάδες άστεγοι γυναίκες και παιδιά, εβομβάρδισεν επί μίαν ολόκληρον ώραν δια σμήνους βομβαρδιστικών αεροπλάνων την πληγείσαν ταύτην πόλιν. Κατά την διάρκειαν του βομβαρδισμού διεκόπη το έργον της διασώσεως των υπό τα ερείπια θυμάτων εκ των σεισμών».

Οι καταστροφές που προκλήθηκαν και οι πολλαπλοί κίνδυνοι ανάγκασαν τους κατοίκους της Λάρισας να την εγκαταλείψουν σχεδόν ολοκληρωτικά. Όταν παραμονές του Πάσχα, εισέβαλαν τα γερμανικά στρατεύματα, συνάντησαν μια έρημη πόλη και τη λεηλάτησαν, κάτι που, μαζί με όσα είχαν προηγηθεί, συνέβαλε στην ολοκληρωτική αλλαγή της όψης της Λάρισας.

 

1999-ΑΘΗΝΑ

Ο σεισμός της Πάρνηθας του 1999, ευρύτερα γνωστός ως σεισμός της Αθήνας του 1999, με μέγεθος 5,9 Ρίχτερ, συνέβη στις 7 Σεπτεμβρίου 1999, στις 14:56. Προκάλεσε 143 θανάτους και ζημιές που έφτασαν τα 3 δις. ευρώ. Είναι ο φονικότερος σεισμός των τελευταίων 50 ετών και η φυσική καταστροφή με το μεγαλύτερο κόστος σε υλικές ζημιές που έχει συμβεί ποτέ στην Ελλάδα. Ο σεισμός, αν και με διάρκεια μόλις 15 δευτερόλεπτα, ήταν πολύ ισχυρής έντασης. Το επίκεντρο ήταν 18 χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας, ανάμεσα στις Αχαρνές και τον Εθνικό Δρυμό Πάρνηθας, και το εστιακό βάθος ήταν από 9 μέχρι 14 χιλιόμετρα. Στην επιφάνεια του εδάφους υπήρξαν ελάχιστες ρηγματώσεις και ήταν δύσκολος ο ακριβής προσδιορισμός της προέλευσης του σεισμού. Το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών ανακοίνωσε αρχικά πως ο σεισμός προκλήθηκε από ρήγμα μήκους 15 χιλιομέτρων που καλύπτει την περιοχή μεταξύ Πεντέλης και Πάρνηθας. Με βάση τη μελέτη δορυφορικών δεδομένων που εξετάζουν την παραμόρφωση καθ’ ύψος του εδάφους που επιβεβαιώθηκε αργότερα από σεισμολογική μελέτη, και έγινε το 2008 αποδεκτή και από το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο βρέθηκε ότι έγιναν δύο σεισμοί, μεγέθους 5,8 και 5,5 ρίχτερ, σε διαφορετικά ρήγματα και με διαφορά 3,5 δευτερολέπτων ο ένας από τον άλλο.

Ο αριθμός των θυμάτων του σεισμού υπολογίζεται 145, γεγονός που κατατάσσει τον σεισμό ως τον πιο θανατηφόρο στην Ελλάδα τα τελευταία 50 χρόνια. Με βάση αυτοψία σε 111 από τα θύματα του σεισμού, 36 άνθρωποι πέθαναν από τραύματα, 38 άνθρωποι έφεραν τραύματα από τα οποία κινδύνευε η ζωή τους ενώ 31 πέθαναν από ασφυξία. Οι περισσότεροι από τους θανάτους (102/111) οφείλονται σε καταρρεύσεις κτιρίων, τρία από αυτά εργοστάσια. Από τους υπόλοιπους, έξι έχασαν τη ζωή τους λόγω εμφράγματος του μυοκαρδίου, δύο από τραύματα όταν πήδηξαν από το κτίριο στο οποίο βρίσκονταν και ένας όταν χτυπήθηκε από ένα αντικείμενο. Υπολογίστηκε ότι τουλάχιστον άλλοι 85 σώθηκαν μέσα από τα συντρίμμια, 2.000 τραυματίστηκαν και 50.000 έμειναν άστεγοι. Οι καταυλισμοί που δημιουργήθηκαν για την προσωρινή στέγαση των αστέγων εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται 10 χρόνια μετά.

Ο σεισμός του 1999 ήταν η πιο καταστροφική και δαπανηρή φυσική καταστροφή που έπληξε ποτέ την Ελλάδα, με υλικές ζημιές που αποτιμήθηκαν σε 3 δισ δολάρια ΗΠΑ. Εκτός από την εγγύτητά του στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας, ο σεισμός είχε μικρό εστιακό βάθος, σε συνδυασμό με ασυνήθιστα υψηλές επιταχύνσεις εδάφους. Οι μεγαλύτερες καταστροφές έγιναν σε ακτίνα 10 χιλιομέτρων από το επίκεντρο, με τοπικές διαφορές που οφείλονταν σε διάφορους τοπογεωγραφικούς παράγοντες. Οι περιοχές που χτυπήθηκαν περισσότερο από τον σεισμό ήταν τα Άνω Λιόσια, οι Αχαρνές Αττικής, η Κηφισιά, οι Θρακομακεδόνες, η Μεταμόρφωση Αττικής, και η Φυλή Αττικής. Δεν αναφέρθηκαν σημαντικές υλικές καταστροφές στον Δήμο Αθηνών και στα νότια και ανατολικά προάστια.

Την επόμενη ημέρα του σεισμού, το ΥΠΕΧΩΔΕ όρισε ομάδες που αποτελούνταν από δύο μηχανικούς να ερευνήσουν τις καταστροφές στις περιοχές που επηρεάστηκαν από τον σεισμό. Ύστερα από οπτική έρευνα τα κτίρια χαρακτηρίζονταν πράσινα αν η φέρουσα δομή δεν είχε ζημιές, κίτρινα αν η φέρουσα δομή είχε υποστεί επιδιορθώσιμες ζημιές και κόκκινα αν τα κτίρια είχαν υποστεί τόσες πολλές ζημιές που δεν μπορούσαν να επισκευαστούν και έτσι έπρεπε να κατεδαφιστούν. Στους Θρακομακεδόνες το 84% των σπιτιών χαρακτηρίστηκε κόκκινο ή κίτρινο, στα Άνω Λιόσια το 64% και στη Φυλή το 56%. Τα περισσότερα «κόκκινα» κτίρια βρίσκονταν στις Αχαρνές και τα Άνω Λιόσια. Μεγάλα εργοστάσια που βρίσκονταν στη περιοχή και υπέστησαν σοβαρές ζημιές από τον σεισμό, ήταν των Ricomex ΑΕ, Αφοί Φουρλή ΑΕΒΕ, Παπουτσάνης ΑΒΕΕ και Φαράν ΑΒΕΕ, οι οποίες όλες είχαν σημαντικές οικονομικές απώλειες λόγω του σεισμού. Ο σεισμός προκάλεσε μεγάλες ζημιές στο καζίνο Μον Παρνές, στην Πάρνηθα, με αποτέλεσμα το κέντρο διασκέδασης να κατεδαφιστεί, ενώ το μισό κτίριο τέθηκε εκτός λειτουργίας εξαιτίας της μετατόπισής του από την κατακόρυφο. Το κτίριο προτάθηκε να κατεδαφιστεί και στη θέση του να ανεγερθεί ένα νέο. Το Στάδιο Νίκος Γκούμας στη Νέα Φιλαδέλφεια, υπέστη τόσο σοβαρές ζημιές, από τον σεισμό, που να έπρεπε να κατεδαφιστεί. Συνολικά από τον σεισμό κατέρρευσαν 110 κτίρια, 5.222 κρίθηκαν κατεδαφιστέα και 38.165 επισκευάσιμα.

Η Ακρόπολη και τα άλλα μνημεία της Αθήνας είτε έμειναν αλώβητα είτε είχαν μικρές υλικές ζημιές. Στον Παρθενώνα και στο Ερέχθειο παρατηρήθηκε ελαφρά περιστροφή κάποιων κιόνων, χωρίς σημαντικά αποτελέσματα. Αρκετά από τα κτίρια με πλίνθινη τοιχοποιία που χρονολογούνται από τον 19ο αιώνα δεν υπέστησαν ζημίες, αν και κάποια από αυτά τα κτίρια χαρακτηρίστηκαν κόκκινα, μερικά διατηρητέα (δηλαδή κτίρια τα οποία δεν πρέπει να κατεδαφιστούν). Η Μητρόπολη Αθηνών, η οποία είχε υποστεί ζημιές και από το σεισμό του 1981, χρειάστηκε να αναστηλωθεί. Μνημεία στα οποία προκλήθηκαν σημαντικές ζημιές από τον σεισμό ήταν η μονή Δαφνίου και το κάστρο της Φυλής, που χρονολογείται από τον 5ο αιώνα π.Χ., όπου στους τοίχους εμφανίστηκαν μεγάλες ρωγμές.

Τουρκική βοήθεια
Ο σεισμός έλαβε χώρα λιγότερο από ένα μήνα μετά από έναν (πολύ μεγαλύτερης κλίμακας) σεισμό στην Τουρκία. Αυτή η ιδιόμορφη διαδοχή των σεισμών και η αμοιβαία βοήθεια των δύο χωρών, έδωσαν την αφορμή για συζητήσεις οι οποίες έγιναν γνωστές ως η «ελληνοτουρκική διπλωματία των σεισμών», με την ελπίδα για μια σημαντική ανάκαμψη στις διμερείς σχέσεις, οι οποίες είχαν αμαυρωθεί από δεκαετίες αμοιβαίας εχθρότητας. Η Τουρκία ανταπέδωσε την ενίσχυση που ήλθε από την Ελλάδα αμέσως μετά τον σεισμό στις 17 Αυγούστου 1999 στη Νικομήδεια. Η τουρκική ενίσχυση ήταν η πρώτη που έφτασε στις πληγείσες περιοχές, με την πρώτη εικοσαμελή ομάδα διάσωσης να έρχεται στην Αθήνα μέσα σε 13 ώρες μετά το χτύπημα του εγκέλαδου. Τα τηλέφωνα στα Ελληνικά Προξενεία και την Πρεσβεία της Τουρκίας κυριολεκτικά μπλόκαραν από τους Τούρκους πολίτες που προσέφεραν αίμα.

 

2021 -ΛΑΡΙΣΑ

Στις 3 Μαρτίου 2021 και τοπική ώρα 12:16 σημειώθηκε  σεισμός μεγέθους 6.3 Ρίχτερ στην περιοχή του Τυρνάβου. Το επίκεντρο του σεισμού ήταν 10 χιλιόμετρα δυτικά του Τυρνάβου, με εστιακό βάθος 8,5 χιλιόμετρα, ενώ η μέγιστη αντιληπτή έντασή του ανήλθε στο επίπεδο VIII (8), ήταν δηλαδή «καταστροφικός. Σύμφωνα με το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, το μέγεθός του ήταν 6 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ.

Ο σεισμός είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο ενός ανθρώπου, τρεις ελαφρείς τραυματισμούς και σοβαρές ζημιές σε ένα παλιό σχολείο, δύο εκκλησίες και πολλές κατοικίες σε Ελασσόνα, Μεσοχώρι,  Δαμάσι,  Αμούρι,  Δομένικο,  Ζάρκο, και  Λάρισα.

Αρχικά, ο σεισμός είχε αναφερθεί με μέγεθος 5,9 βαθμών, ωστόσο αργότερα αναθεωρήθηκε στα 6 ρίχτερ από το Αστεροσκοπείο Αθηνών και στα 6,3 από το USGS.

Ο σεισμός έγινε αισθητός σε ολόκληρη την κεντρική και βόρεια Ελλάδα και στην αρχή ειπώθηκε ότι προήλθε από το ρήγμα του Τυρνάβου, το οποίο είχε δώσει καταστροφικό σεισμό το 1892. Ωστόσο, αργότερα έγινε γνωστό ότι πρόκειται για ένα νέο, αχαρτογράφητο, άγνωστο μέχρι τo 2021, ρήγμα της περιοχής. Σύμφωνα με την κλίμακα Μερκάλι, ο σεισμός κατατάσσεται επίσημα στο επίπεδο 8.

Ο σεισμός προκάλεσε παραμορφώσεις του εδάφους, οι οποίες περιελάμβαναν τη βύθιση του εδάφους κατά 30 εκατοστά στην Ποταμιά και αύξηση της απόστασης Ζάρκου και Κουτσοχέρου κατά 40 εκατοστά. Επίσης μεταξύ Κουτσόχερου και Πηνειάδας και στην κοιλάδα του Τιταρήσιου κοντά στο Βλαχογιάννι παρατηρήθηκαν φαινόμενα ρευστοποίησης, τα οποία εκδηλώθηκαν ως πίδακες νερού, κρατήρες και ροές άμμου.

Από τον σεισμό ένας άνθρωπος πέθανε μετά από τέσσερις ημέρες νοσηλείας στο νοσοκομείο. Ο ηλικιωμένος άνδρας είχε απεγκλωβιστεί από το σπίτι του στο Μεσοχώρι, από όπου εξαιτίας κινητικών προβλημάτων, δεν πρόλαβε να βγει έξω.

Τρεις άνθρωποι τραυματίστηκαν ελαφρά από τον σεισμό, οι δύο όταν πήδηξαν από το κτίριο που βρίσκονταν.

Από τα 4.533 σπίτια τα 1.820 κρίθηκαν μη κατοικήσιμα στις σεισμόπληκτες περιοχές της Λάρισας, της Ελασσόνας, του Τυρνάβου, της Φαρκαδόνας και του Κιλελέρ. Επίσης από τους 148 επαγγελματικούς χώρους που ελέγχθηκαν οι 49 κρίθηκαν ακατάλληλοι, όσον αφορά τους ιερούς ναούς και τα δημόσια κτίρια, «κίτρινα» χαρακτηρίστηκαν τα 66 από τις 132 αυτοψίες, ενώ σε 247 άλλα κτίρια (αποθήκες, στάβλους) τα 211 κρίθηκαν ακατάλληλα προς χρήση.

Ο σεισμός προκάλεσε την πλήρη κατάρρευση του ναού του Αγίου Νικολάου στο Κουτσόχερο, ενώ έπεσε η κορυφή του καμπαναριού του ναού του Αγίου Νικολάου στον Τύρναβο. Επίσης, ο ναός του Αγίου Νικολάου των Βλάχων παρουσίασε αποκόλληση της βορειοδυτικής και βορειοανατολικής πλευράς και τμήμα της τοιχοδομίας του κατέρρευσε. Ο ναός του Αγίου Αντωνίου εμφάνισε ρωγμές τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Ο ναός της Αγίας Παρασκευής στον Τύρναβο παρουσίασε κλίση και μεγάλες ρωγμές. Ο ναός της Παναγίας Φανερωμένης εμφάνισε ρωγμές στο κωδωνοστάσιο. Η μονή Προφήτη Ηλία Τυρνάβου υπέστη επίσης σημαντικές ζημίες, με αποκόλληση του βόρειου τοίχου και ρωγμές στον τρούλο και τις καμάρες. Ο ναός του Αγίου Δημητρίου στο Μεσοχώρι υπέστη επίσης σημαντικές ρωγμές.

Ο ναός του Αγίου Νικολάου στην Αμυγδαλέα παρουσίασε ρωγμές και αποκόλληση των τοιχογραφιών. Ο ναός του Αγίου Αθανασίου στο κοιμητήριο του χωριού εμφάνισε ρωγμή στο βόρειο τμήμα του ιερού. Ο ναός του Αγίου Νικολάου στην Ελασσόνα εμφάνισε σοβαρές ρωγμές. Σοβαρές ζημιές παρατηρήθηκαν επίσης στον κοιμητηριακό ναό του Αγίου Αθανασίου Ελασσόνας και του Αγίου Γεωργίου στη Μαγούλα. Επίσης, μικρές ρωγμές και πτώσεις κεραμιδιών παρατηρήθηκαν στο Γενί Τζαμί στη Λάρισα. Σημαντικές ρωγμές και καταρρεύσεις υπέστη ο ναός της Αγίας Παρασκευής στο Αμούρι, ενώ φθορές παρατηρήθηκαν και στο κοιμητήριο του χωριού.

Το δημοτικό σχολείου Δαμασίου, κατασκευής 1938, υπέστη σημαντικές ζημιές, με αποτέλεσμα να κατεδαφιστεί 8 ημέρες μετά τον σεισμό.

 

 

 

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ