Για να προσπαθήσουμε να θυμηθούμε από «πότε» γίνεται δημόσια συζήτηση για το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας. Μμμμ, από πάντα να πω; Λύνεται; Όχι. Αντιθέτως με την πάροδο των ετών το πρόβλημα επιδεινώνεται και η χώρα σταδιακά…εξαφανίζεται πληθυσμιακά.
Το τραγούδι «μαμά γερνάω» θα μπορούσε να αποτελεί και το άσμα που ατυχώς αντιπροσωπεύει την Ελλάδα όλα τα τελευταία χρόνια, καθώς ο πληθυσμός «γηράσκει» όχι «αεί διδασκόμενος» αλλά «αεί μη ανανεούμενος»! Γιατί «γηράσκει»; Γιατί απλούστατα το όριο ηλικίας έχει ανεβεί από την μία, αλλά, από την άλλη ο νεότερος πληθυσμός, δεν…γεννά! Δηλαδή οι γεννήσεις έχουν πέσει κατακόρυφα. Ο μέσος όρος σε μία οικογένεια είναι τα δυο παιδιά ή και το ένα και οι πολύτεκνοι πλέον είναι είδος εν ανεπαρκεία και υπό προστασία.
Τώρα γιατί συμβαίνει αυτό; Κατ’ αρχήν, γιατί έχουν αλλάξει οι συνθήκες ζωής και η παραδοσιακή ελληνική οικογένεια παρότι, για την ελληνική κοινωνία εξακολουθεί να παραμένει ο πυρήνας της και μάλιστα με ισχυρά χαρακτηριστικά που γίνονται ακόμη ισχυρότερα λόγω και αντικειμενικών δυσκολίων διαβίωσης, ωστόσο βαίνει διαρκώς συρρικνούμενη.
Η έντονη επαγγελματική ενασχόληση των γυναικών, ως ανάγκη βιοπορισμού και επαγγελματικής ανέλιξης έχει αλλάξει το οικογενειακό «μοντέλο» σε συνάρτηση με το γεγονός ότι πλέον όλο και περισσότερες γυναίκες επιλέγουν να «αναβάλουν» για μεγαλύτερες ηλικίες την απόκτηση ενός παιδιού. Οπότε όσο η «αναβολή» παρατείνεται, τόσο μικραίνει και η πιθανότητα για περισσότερα του ενός παιδιού.
Επιπλέον στην Ελλάδα, και αν ακόμη ένα νέο ζευγάρι έχει τη διάθεση να κάνει πολλά παιδιά, η ουσιαστική απουσία, διαχρονικά, του κράτους πρόνοιας για την στήριξη οικογενειών, παιδιών, μαμάδων και μπαμπάδων, είναι γεγονός και στο βαθμό που μπορεί να υπάρχει είναι ελλιπής και κυρίως αποσπασματική. Και βεβαίως, κάθε φορά που αλλάζει μία Κυβέρνηση αλλάζει και η προσέγγιση απέναντι στο θέμα και προφανώς οι αποφάσεις και τα μέτρα. Δεν υπάρχει δηλαδή μία «εθνική πολιτική» για το δημογραφικό ζήτημα που έπρεπε προ πολλού να υπάρχει, όπως δεν υπάρχει και για την Παιδεία, όπως δεν υπάρχει ούτε για τα εθνικά θέματα στην πραγματικότητα, με όποια αρνητική συνέπεια μπορεί να συνεπάγεται μία τέτοια τακτική.
Και για να το κάνουμε πιο λιανά δεν υπάρχει ένα αποτελεσματικό «πλέγμα στήριξης» της ελληνικής οικογένειας σε πολλαπλά επίπεδα, που θα δώσει το κίνητρο αλλά και την «ασφάλεια» στα νέα ζευγάρια, προκειμένου να δημιουργήσουν μία πολυμελή οικογένεια, χωρίς να παλεύουν μέσα σε συνθήκες αντίξοες και με υψηλό κόστος ζωής να αναθρέψουν τα παιδιά τους, να τα στηρίξουν, να τα σπουδάσουν. Ζούμε σε μία χώρα, όπου ακόμη οι.. δημοφιλέστεροι «παιδικοί σταθμοί» είναι οι παππούδες και οι γιαγιάδες, όταν μπορούν να ανταπεξέλθουν στον συγκεκριμένο ρόλο-ευθύνη.
Ούτως έχουν τα πράγματα πάνω-κάτω, οπότε η διαπίστωση που διατύπωσε χθες ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ότι το δημογραφικό είναι ένα εθνικό και υπαρξιακό ζήτημα, προφανώς δεν είναι καινούργια. Είναι μία υπαρκτή «απειλή» διαχρονικά, στην οποία προφανώς και δεν αποδίδεται επί της ουσίας η δέουσα σημασία. Επί της διαδικασίας όμως, οι συζητήσεις είναι «εξαντλητικές» οι τοποθετήσεις επίσης, οι καλές προθέσεις περισσεύουν και οι υποσχέσεις ανθούν. Και στο μεταξύ ο πληθυσμός της Ελλάδας μαραίνεται.
«Δεν μιλάμε», είπε ο πρωθυπουργός, «για μία απειλή κατά της εθνικής μας ταυτότητας, αλλά για μία ευθεία υπονόμευση της δυνατότητας του τόπου να παράγει πλούτο σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο διατηρώντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο τον ισχυρό ιστό που ενώνει τους πολίτες. Εξ’ ου και ο κίνδυνος είναι επίκαιρος, όσο και καθοριστικός» και ανέφερε ότι η Πολιτεία εργάζεται για αυτό το θέμα.
Και πολύ καλά κάνει βεβαίως διότι δεν πρόκειται για «πολυτέλεια» αλλά για ανάγκη να εργαστεί αποτελεσματικά και αποδοτικά με συγκεκριμένα αποτελέσματα.
Στο πλαίσιο αυτό, μετά τον ορισμό αρμοδίου σε υπουργικό επίπεδο για το ζήτημα του δημογραφικού και των ζητημάτων της οικογένειας, προανήγγειλε την ίδρυση Εθνικού Συμβουλίου για τον συντονισμό όλων των δράσεων και των σχετικών πρωτοβουλιών που διατρέχουν οριζόντια τις σχετικές υπηρεσίες και τα υπουργεία, ενώ επεκτείνεται και το ωράριο παιδικών σταθμών και δημοτικών σχολείων έως τις 6 το απόγευμα.
Προς την σωστή κατεύθυνση όλα αυτά, αρκεί βεβαίως να εφαρμοστούν σωστά στην πράξη, να έχουν συνέχεια και συνέπεια και να εμπλουτιστούν και με άλλα ώστε να αποδώσουν «καρπούς» στην κυριολεξία, που τόσο έχουμε ανάγκη ως χώρα.