Προφανώς οφείλουμε να κρατάμε πολύ μικρό καλάθι. Η εξέλιξη είναι σημαντική, αν όχι «ιστορική», με την έννοια του ότι δεν υπήρχε στον ορίζοντα ως πιθανότητα μέχρι τώρα, αλλά για να πούμε ότι πρόκειται για «καθοριστικό βήμα», θα πρέπει πρώτα να περιμένουμε να δούμε τα αποτελέσματα.
Το γεγονός όμως, ότι μετά από έτη και έτη αγώνα προκειμένου τα γλυπτά του Παρθενώνα να επιστρέψουν στην γενέτειρα τους, εκεί όπου ανήκουν, για πρώτη φορά τίθεται ζήτημα έναρξης επίσημων συνομιλίων προς αυτή την κατεύθυνση, είναι αναμφίβολα σημαντικό. Και γεννά ελπίδες ότι αυτό που αυταπόδεικτα είναι δίκαιο και φυσικό μπορεί εν τέλει να γίνει και πραγματικό σε δεδομένη στιγμή.
Διότι βεβαίως, μην γελιόμαστε. Ναι μεν είναι μία αισιόδοξη εξέλιξη, που ως ένα βαθμό δικαιώνει τις διεκδικήσεις, τα διαβήματα, τις παραινέσεις, την επιχειρηματολογία και ότι άλλο μπορεί να επικαλεστεί κανείς από ελληνικής πλευράς για την επιστροφή των «μαρμάρων» αλλά από την έναρξη των συνομιλίων μέχρι την επιστροφή τους, ο δρόμος θα είναι μακρύς και πιθανότατα δύσκολος. Η δε κατάληξη του άγνωστη.
Από κάθε άποψη, η συνάντηση των υπουργών Πολιτισμού Ελλάδας και Βρετανίας με «μενού» τα γλυπτά του Παρθενώνα, είναι σημαντική και ιστορικής διάστασης, δεδομένης και της μακράς ιστορίας διεκδίκησης εκ μέρους ημών και πεισματικής άρνησης εκ μέρους της Βρετανίας να ανταποκριθεί στο αίτημα και προφανώς να το συζητήσει.
Αχνή ελπίδα φωτός άρχισε να διαφαίνεται όταν προ μηνών, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε συναντηθεί με τον Μπόρις Τζόνσον στον οποίο και έθεσε το θέμα, με τον τελευταίο να αφήνει μία «χαραμάδα» ελπίδας ως προς την κατεύθυνση έναρξης συζητήσεων των δυο πλευρών. Με τον Βρετανό πρωθυπουργό πάντως, να υπογραμμίζει ότι εναπόκειται στο Βρετανικό Μουσείο να λάβει μία παρόμοια απόφαση.
Συνεπώς στην συνάντηση των δυο αρμοδίων υπουργών που ανακοίνωσε η ΟΥΝΕΣΚΟ, αν δεν υπάρξει εκπροσώπηση του Βρετανικού Μουσείου, τότε δεν είναι πολλά αυτά τα οποία θα μπορούσαν «χειροπιαστά» να συμβούν.
Θα μπορούσε να θεωρηθεί και μία κίνηση πολιτικού ελιγμού εκ μέρους της Βρετανικής κυβέρνησης-ας πούμε για τους πιο…καχύποπτους, αν και είναι γνωστή φιλελληνική παιδεία του Τζόνσον και δη η…αρχαϊκή- προκειμένου να μειώσει τις πιέσεις που δέχεται διεθνώς πλέον για το ζήτημα αυτό. Από προσωπικότητες κύρους σε όλο το κόσμο, οι οποίοι είτε μεμονωμένα είτε κατά ομάδες έχουν ανοιχτά και κατ’ επανάληψη εκφράσει την θέση ότι το γλυπτά θα πρέπει να επιστρέψουν στην Αθήνα. Και φυσικά εδώ κα αρκετό καιρό πλέον και προς το εσωτερικό τους ακροατήριο, το οποίο απατώντας σε σχετικές έρευνες σε υψηλά ποσοστά πλέον τάσσεται υπέρ της επιστροφής τους.
Μάλιστα σε έρευνα που είχε γίνει τον περασμένο Νοέμβριο το 59% των ερωτηθέντων Βρετανών είχε ταχθεί υπέρ τη άποψης ότι «ανήκουν στην Ελλάδα», γεγονός που είχε δώσει και την κατάλληλη αφορμή στην ελληνική πλευρά να επιχειρηματολογήσει εκ νέου για το θέμα, με ομιλία τότε του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ΟΥΝΕΣΚΟ.
Επειδή όμως τα «μάρμαρα» βρίσκονται στην κυριότητα του Βρετανικού Μουσείου η όποια πολιτική βούληση μπορεί να εκφραστεί-αν εκφραστεί ευθέως-από πλευράς βρετανικής κυβέρνησης δεν μπορεί παρά να αποτελεί ένα «ευχολόγιο» και όχι μία εκτελεστέα απόφαση.
Βεβαίως, μιλάμε για ένα «ισχυρό ευχολόγιο» που οπωσδήποτε θα φέρει σε δύσκολή θέση το Βρετανικό Μουσείου, χωρίς όμως απαραίτητα να σημαίνει ότι θα το «αναγκάσει» και να τα επιστρέψει.
Διότι, όπως έχουμε επισημάνει και άλλες φορές, το «πρόβλημα» του Βρετανικού Μουσείου δεν είναι μόνον τα γλυπτά του Παρθενώνα αλλά και λοιπά-και μάλιστα πολλά εκθέματα- τα οποία απαρτίζουν την συλλογή του και προέρχονται από άλλες χώρες. Οπότε η ενδεχόμενη συγκατάθεση στην επιστροφή των μαρμάρων θα αποτελέσει «δεδικασμένο» και για λοιπές διεκδικήσεις που θα μπορούσαν εν πολλοίς να το απογυμνώσουν . Κατόπιν τούτων, είναι πολύ δύσκολο για το Μουσείο, ακόμη και αν το ήθελε να λάβει μία τέτοια απόφαση υποκύπτοντας στις γενικές πιέσεις αλλά…
…Αλλά, όπως επισημάναμε και παραπάνω ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς. Ίσως όμως για πρώτη φορά βρισκόμαστε στην σωστή πορεία προς τον τελικό προορισμό.